-Είσαι εντάξει Ρούλα; Θέλεις στάση;
-Να φτάσουμε σπίτι θέλω. Δεν αντέχω άλλο
Έχει σκοτεινιάσει στην Εθνική, η κίνηση έχει αυξηθεί, και εγώ οδηγώ με κατεύθυνση τον τελικό μου προορισμό, το σπίτι μου. Έχω περάσει τέσσερις μέρες στον δρόμο, έχω δει απίστευτες εικόνες, έχω ταξιδέψει με την γυναίκα μου μετά από χρόνια, και όμως νιώθω ανικανοποίητος. Θέλεις λίγο το άγχος που ξέρω πως η Ρούλα ξεπέρασε τα όρια αντοχής της; Θέλεις που ήθελα τουλάχιστον άλλη μια μέρα για να πω πως τα χόρτασα; Χορταίνει ποτέ κανείς βόλτα; 1800 χιλιόμετρα από Παρασκευή πρωί ως Δευτέρα βράδυ, και πάλι σκέφτομαι "λίγο ακόμη ρε γαμώτο". 

Νωρίτερα την ίδια μέρα, αργά το μεσημέρι και έχουμε σταματήσει στα ΣΕΑ Κορινού, έχοντας "χαθεί" εξαιτίας του GPS.  Έχοντας ήδη βαρεθεί την Εγνατία Οδό και σκεφτόμενος τα χιλιόμετρα του αυτοκινητόδρομου που με περίμεναν με μια εσωτερική παρόρμηση, αμέσως μετά την έξοδο της Βέροιας, το GPS με προτρέπει να βγω στην έξοδο Κουλούρας. Δεν χρειάστηκα πολύ. Βγαίνω και χώνομαι μέσα σε κάμπους και χωράφια, δίπλα από λιμνούλες και αρδευτικά ρυάκια. Ακολουθώ τον δρόμο και περνώ μέσα από "ανώνυμα" χωριά που δεν θα ξαναδώ ποτέ...μόνο και μόνο για να γλιτώσω πενήντα χιλιόμετρα αυτοκινητόδρομου. Μελίκη, Πρόδρομος, Κυψέλη για να δω το πρώτο γνωστό όνομα και να προσανατολιστώ που βρίσκομαι. Αιγίνιο και από εκεί μπαίνω στην παλιά Εθνική Οδό Θεσσαλονίκης Κατερίνης και λίγο πριν τον Κορινό βγαίνω στον αυτοκινητόδρομο για να ηρεμήσει η συνεπιβάτης μου. 




Στάση για πρόχειρο φαγητό και συνάντηση με δυο ζευγάρια που έρχονταν από Βουλγαρία όπου πέρασαν το τριήμερο και προορισμό την Λάρισα. Βγάλαμε με την Ρούλα τα αδιάβροχα και τα τακτοποιήσαμε στις πλαϊνές τσάντες, ανταλλάσσοντας εμπειρίες με τα παιδιά στο πάρκινγκ. Να λέμε την αλήθεια, ουσιαστικά αναφέραμε τις πιο πρόσφατες εικόνες, γιατί ήταν τόσες πολλές που ακόμη δεν μπορούσαμε να τις ταξινομήσουμε στο μυαλό μας. Και πως να τις ταξινομήσεις; Έχουν περάσει δυο εβδομάδες και ακόμη δεν έχω κατασταλάξει τι ήταν αυτό που μου έμεινε από την βόλτα. Είχα ξεχάσει πως είναι να ταξιδεύεις με παρέα. Στο μυαλό μου είχα μόνο τις αρνητικές αναμνήσεις από τα παλιότερα ταξίδια, και είχα ξεχάσει τα γέλια, τον χαβαλέ, τα πειράγματα. Θυμόμουν μόνο την προσήλωση στο πρόγραμμα. 


Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που την Παρασκευή το πρωί ξεκινήσαμε με την Ρούλα μόνοι μας. Από την μια είχα την Ρούλα που ήθελε περισσότερο αυτοκινητόδρομο, από την άλλη την ακολουθούσα για να οδηγώ πιο ελεύθερα. Πολύ νωρίς βρεθήκαμε στον δρόμο με μια ψιχάλα στην Μαλακάσα αλλά όλη την υπόλοιπη μέρα ο ιδανικός καιρός για ταξίδι. Καλοκαιρινά γάντια, που οριακά κράταγαν τις θερμοκρασίες στα ψηλά περάσματα, κουμπωμένα μπουφάν αλλά χωρίς να ιδρώνεις ούτε και να κρυώνεις. Ένιωθα την γυναίκα μου πίσω άνετη, οπότε προχωρούσα χωρίς άγχος. Λάρισα, Ελασσόνα, Λίμνη Πολύφυτου βγήκαν πολύ άνετα. Μια στάση μόνο στο ύψωμα ενώ είχαμε την λίμνη στα πόδια μας, και πέρασμα για το τελευταίο μας κομμάτι ως τον προορισμό μας που θα μας φιλοξενούσε για τις επόμενες δυο μέρες. 

 




Βγαίνοντας από την Κοζάνη, μεσημέρι πια, με χτύπησε η μυρωδιά από ψημένα κρέατα. Φρένο και στο επόμενο φανάρι αναστροφή για να γυρίσω στην καντίνα που ήταν εκεί από πάντα μόνο και μόνο για να σταματήσουμε όταν περνάμε. Δυο σάντουιτς δίπλα στην μοτοσυκλέτα ήταν το μεσημεριανό μας, αλλά είχε περάσει τόσο όμορφα το πρωινό μας, με εναλλαγή των τοπίων, μεγάλες υψομετρικές διαφορές, που για εμάς ήταν το καλύτερο γεύμα των τελευταίων μηνών. Διαδικαστικά εντελώς ταξιδέψαμε τα τελευταία μας χιλιόμετρα μέχρι την Φλώρινα. Την κοίταξα για πρώτη φορά, μετά από χρόνια από το μπαλκόνι του δωματίου και δεν μπορούσα να περιμένω. Η Ρούλα έπεσε για μεσημεριανό ύπνο και εγώ μετά από ένα γρήγορο ντουζ κατέβηκα στην βεράντα του ξενοδοχείου. Καφέ, μοναχός μου με την Φλώρινα απλωμένη στα πόδια μου και το ποτάμι της να κυλάει ράθυμα ανάμεσα στα παλιά της σπίτια. Είχα χρόνο να το απολαύσω όπως το ήθελα. 

 

Αργά το απόγευμα άρχισε να καταφθάνει η παρέα. Δεν ήμασταν και λίγοι. Καμιά εικοσαριά νοματαίοι. Αφού τακτοποιήθηκαν βγήκαμε όλοι μαζί για φαγητό. Η χαρά του εστιάτορα. Βλέπεις είμαστε φαγανά όλα μας αλλά και η Φλώρινα είναι γεμάτη γεύσεις και φιλόξενους ανθρώπους. Αυτό που με εντυπωσίασε όλες τις μέρες στην Φλώρινα ήταν πως δεν συνάντησα κάποιον που να μην χαμογελούσε. Είτε σερβιτόρο, είτε περαστικό στον δρόμο, είτε στο βενζινάδικο οι άνθρωποι σε υποδεχόντουσαν με χαμόγελο, πράγμα που σε έκανε να νιώθεις καλύτερα.



 


  

Ξημέρωσε Σάββατο, αλλά από την υπερένταση 06:00 ήμουν ξύπνιος. Κοίταξα δίπλα μου την Ρούλα που κοιμόταν και κατέβηκα στον δρόμο. Ξεκίνησα να περπατώ χωρίς προορισμό και χάθηκα στα στενά της Φλώρινας. Πέρασα από το πάρκο και κατηφόρισα. Ο δρόμος με έβγαλε στην παλιά αγορά. Ήταν η ώρα που γινόταν η τροφοδοσία στα μπακάλικα, τα χασάπικα. Μυρωδιές από μια άλλη εποχή ήρθαν στα ρουθούνια μου. Μπαχάρια, παρέα με ψάρια, μυρωδιά κρέατος δίπλα σε φρέσκα λαχανικά. Περπατούσα ανάμεσα σε ανθρώπους που δούλευαν μοιράζοντας καλημέρες. Μια ώρα μετά έτρωγα ένα καταπληκτικό πρωινό περιμένοντας την παρέα να ξυπνήσει. 

 

Κατηφορίσαμε όλοι μαζί στην Φλώρινα, περνώντας από το ποταμό Σακούλεβα και χαζεύοντας παλιά αρχοντικά. Άλλα εγκαταλελειμμένα άλλα προσεγμένα. Το Λαογραφικό μουσείο της και το καφενείο που ο Αγγελόπουλος έπινε καφέ με τον Μαστρογιάννι όταν γύριζαν το "Μετέωρο βήμα του Πελαργού". Το ποτάμι ακόμη και τότε χώριζε τα δυο στρατόπεδα της Φλώρινας. Από την μια μεριά του ποταμού οι Καντιωτικοί, υποστηρικτές του Μητροπολίτη Φλώρινας Αυγουστίνου Καντιώτη, που είχε αφορίσει τον σκηνοθέτη και όλο το κινηματογραφικό συνεργείο για την ανθελληνική, όπως την χαρακτήριζε, ταινία και από την άλλη όχθη οι υποστηρικτές του σκηνοθέτη. 

 




Το μεσημέρι ενωθήκαμε με τους Florina Riders με διαδρομή έκπληξη, αλλά προορισμό την Καστοριά. Άφησαν τις δουλειές τους, τα σπίτια τους και την βολή τους για να μας οδηγήσουν στις κρυμμένες ομορφιές που αυτοί ξέρουν. Ένα κονβόι είκοσι και πλέον μοτοσυκλετών να περνά, μέσα από το κέντρο της Φλώρινας, με πρώτο προορισμό το φράγμα Τριανταφυλλιάς. Περνώντας μέσα από τα μικρά χωριά Σκοπιά, Τροπαιούχο, Υδρούσσα, καταλήγουμε στην Ανατολική όχθη της τεχνητής λίμνης περνώντας πάνω από το φράγμα. Στην άλλη άκρη του φράγματος ένας χωματόδρομος έφευγε δυτικά. Το κοίταζα και ήμουν έτοιμος να φύγω από την παρέα και να χωθώ στον χωματόδρομο. Άλλωστε σήμερα συνεπιβάτη δεν είχα, είχε μπει σε ένα αυτοκίνητο και ακολουθούσε την βόλτα. "Α, ρε Ντίνο", σκέφτηκα, "Μόνο εσύ καταλαβαίνεις τον πόνο". Έριξα μια τελευταία ματιά στον χωματόδρομο που ακολουθούσε περιμετρικά την λίμνη σημαδεύοντας τον για μια επόμενη φορά. 

 

Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε, παίρνοντας την Επαρχιακή Οδό Φλώρινας - Καστοριάς, και μετά το πέτρινο γεφύρι της Δροσοπηγής, χωθήκαμε μέσα ένα πυκνό δάσος Οξιάς που μόλις άρχισε να πρασινίζει. Η διαδρομή χαράχτηκε στο μυαλό μου σαν μια από τις πιο όμορφες διαδρομές της Ελλάδας. Ρυάκια αριστερά δεξιά, στριφτερός δρόμος με εναλλαγές χρωμάτων σε όλο το μήκος του. Ο δρόμος στο πλάι άρχισε να γεμίζει χιόνι, το οποίο όλο και αυξανόταν μέχρι που φτάσαμε κάτω από την κορυφή Βέρνο στο Μνημείο Πολέμου απέναντι από το φυλάκιο καταδρομέων. Ο δρόμος αριστερά κατηφόριζε προς το χιονοδρομικό κέντρο Βιτσίου ενώ δεξιά έφευγε ένας δρόμος προς την κορυφή. Άλλη μια φορά μέσα στην μέρα που ήθελα να ξεμακρύνω από την παρέα. Το υψόμετρο εκεί έγραφε 1780 και η κορφή είναι στα 2200 μέτρα. 

 



Κατηφόριζα προς Καστοριά, σκεφτόμενος πόσες μάχες έγιναν σε αυτά τα βουνά, πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν άδικα εκεί, πόσα αδέρφια πολεμούσαν μεταξύ τους. Απίστευτοι γεωλογικοί σχηματισμοί στις πλαγιές τριγύρω μας, και στο βάθος άρχισε να φαίνεται η Καστοριά. Την Καστοριά την έχω στις αγαπημένες μου πόλεις και μέσα στις τρεις ομορφότερες της Ελλάδας. Καφεδάκι δίπλα στην λίμνη, και βόλτα στα στενά της Καστοριάς για να πάρουμε τον άλλο δρόμο ώστε να κυκλώσουμε ολοκληρωτικά το όρος Βέρνο. Άλλος υπέροχος δρόμος αυτός με ένα ποτάμι να κυλάει φιδωτά δίπλα στον δρόμο. Λίγο παρακάτω μουλάρια να ξεκουράζονται πριν πιάσουν πάλι δουλειά να κατεβάζουν υλοτομία. Βρισκόμουν σε έναν στριφτερό παράδεισο  και ακολουθούσα την ομάδα. Ήθελα κάθε λίγα μέτρα να σταματώ για φωτογραφία και όμως δεν σταματούσα. Το μετάνιωσα αλλά τελικά αποζημιώθηκα. Μικρή στάση στο κλειστό αυτή την εποχή Βίγλας, και κατέβασμα προς την Φλώρινα. 

 

Ένα μικρό ψιλόβροχο είχε ξεκινήσει, όχι κάτι που να επηρεάζει την οδήγηση, αλλά βρήκα ευκαιρία να σταματήσω. Είπα στους υπόλοιπους να συνεχίσουν γιατί θέλω να βάλω αδιάβροχα και έμεινα μόνος μου μέσα στο δάσος. Άφησα να περάσουν δέκα λεπτά και ξεκίνησα ολομόναχος τα τελευταία αυτά χιλιόμετρα μέχρι την Φλώρινα. Πρώτη φορά στην ζωή μου ένιωσα την ανάγκη να βάλω μουσική μέσα στο κράνος μου για να ακούω, άνοιξα την ζελατίνα να με χτυπάει η βροχή, και ρουφούσα μυρωδιές του βρεγμένου δάσους. Το νοτισμένο χώμα και τα φύλλα. Δέκα χιλιόμετρα, που χωρίς να πηγαίνεις στο όριο, οδηγικής απόλαυσης. Βρισκόμουν στον ολοδικό μου οδηγικό παράδεισο, ενώ οι νότες της μουσικής γέμιζαν το μυαλό μου.