Ξεκινώ το συγκεκριμένο ταξιδιωτικό με δύο επισημάνσεις. Πρώτον, ήταν μακράν από τα καλύτερα που έχω κάνει και λόγω των καιρικών συνθηκών. Δεύτερον, όταν είσαι ταξιδευτής δεν κάνεις πίσω λόγω καιρού. Σέβεσαι τον δρόμο, προσαρμόζεσαι σε αυτόν και τις καταστάσεις και αναπροσαρμόζεις το πλάνο σου για να αποφύγεις κινδύνους.

Είναι μία διαφορετική και πολύ «σοβαρή» εμπειρία το ταξίδι χειμώνα. Πετυχαίνεις τους ντόπιους, μέσα στην καθημερινότητά τους. Όπερ και σημαίνει ότι δεν θα δεις μία «τουριστική» εικόνα.

Αρκετά όμως με το μπλα μπλα, ας μιλήσουμε για το ταξίδι. Αρχικά, έφυγα από Αθήνα με κατεύθυνση το Αίγιο για να δω τα εδάφη μου αλλά και τον πατέρα μου που ζει εκεί. Η διαδρομή απλή, Αθήνα – Ζευγολατιό από εθνική (μπλιαχ, βαρεμάρα) και μετά τον παλιό. Κιάτο, Βραχάτι, Λυγιά, κλπ, κάνοντας όλο το παράλιο μέτωπο Κορινθίας – Αιγιάλειας.

Για τις ομορφιές αυτού του τόπου βλέπετε, παλιότερο ταξιδιωτικό μου: https://motohub.gr/blog/temeni-aigiou.

Βέβαια, άλλο καλοκαίρι άλλο χειμώνας, αλλά το τοπίο παραμένει πολύ όμορφο. Και εγώ και ο Multiς Κούλτις μου το χαρήκαμε δεόντως.

Από Αίγιο το πλάνο έλεγε: Περνάω Ρίο και από Ναύπακτο κόβω για Ευπάλιο βγαίνω Πευκάκι κι από εκεί θα έφτανα μέχρι τον Μόρνο και την τεχνητή του λίμνη και ως το Λευκαδίτι. Μετά ντουγρού επάνω ως Στρώμη και ως την Υπάτη. Φυσικά μόνος με το Multistrada Μου. Την Παρασκευή το βράδυ όμως άρχισε να ρίχνει καρέκλες και φουλ κεραυνούς. Το πρωί είχε ψιλόβροχο, φόρεσα αδιάβροχα αλλά φτάνοντας στη Ναύπακτο και βλέποντας προς τα πάνω αγριεύτηκα. Ήταν θεοσκότεινα, η άκρη της Γκιώνας ήταν απειλητικότατη και συννεφοσκεπασμένη. Οπότε είπα, πάμε χαλαρά από τον δρόμο που οδηγεί στο Γαλαξίδι και εάν δω και ξανοίγει, κάπου θα χωθούμε.

Πράγματι, έστριψα αριστερά από Μοναστηράκι βλέποντας έναν μισό και δειλό ήλιο, αλλά σύντομα κατάλαβα το λάθος. Έφαγα δύο καλά γλιστρήματα που με θορύβησαν και πέτυχα δύο γιαγιές οι οποίες εκδήλωσαν πραγματική ανησυχία. «Πρόσιξε πιδάκι έριξε πουλί του βραδ, θα χει πράμα ου δρόμος». Επιστροφή λοιπόν στον δρόμο Γαλαξιδίου που επίσης γλιστρούσε, οπότε καταλαβαίνουμε τι γινόταν πάνω.

Έτσι κατέληξα να συνεχίσω ως το Γαλαξίδι, μετά Ιτέα ή Ιτιά και από εκεί αρχίζει η ανάβαση. Περνάμε έξω από το Σερνικάκι, έξω από Άμφισσα, συνεχίζουμε τα στροφιλίκια με τις βουνοκορφές χιονισμένες, ελεύθερες και απάτητες και μετά βρέθηκα στο Βαγονέτο.

Μη ρωτήστε πώς, δεν κατάλαβα. Κάπως πάντως έγινε. Οπότε «διόρθωση» πορείας, ξανά στον προηγούμενο δρόμο, αλλά μαγεμένος από το χειμωνιάτικο τοπίο και τα όχι πολλά αυτοκίνητα στον δρόμο, απλώς περνούσε τα ανούσια, κατ εμέ, χιλιόμετρα κοιτάζοντας μόνο τα σύννεφα, τα βουνά και τα χιόνια.

Βγαίνουμε και στον Μπράλλο: τελείωνε ρε, μπα δεν τελειώνει, όπου βρω θα μπω. Μπράβο αγόρι μου που ξεφύτρωσες πάλι; Δεν ξέρω, η ταμπέλα έλεγε προς Άνω Μουσουνίτσα, Στρώμη, Μαυρολιθάρι που δεν έχω πάει πο-τέ. Στο Μαυρολιθάρι. Αλλά για κάποιον λόγο ούτε αυτό μου αρέσει εκείνη τη στιγμή, οπότε βρίσκω έναν δρομάκο μέσα στο δάσος που λέει Καστέλλια.


Αχ, τι το θελα, αν και πλάκα είχε. Νεροφαγώματα όλος ο δρόμος, να γλιστράει να ναι γεμάτος ξερόκλαδα, πουρνάρια και ακαθαρσίες ζώων και να λες «τώρα θα πέσω». Γκαπ, γκουπ ξανά γκαπ, όσο και να προσπαθούσα να αποφύγω, έπεσα σε 3 λακούβες περιποιημένες. Φοβήθηκα ότι θα σπαγε η μηχανή!

Βγήκα τελικά εκεί που… κάποτε ήταν άσφαλτος, πάλεψα λίγο από δω λίγο από κει και βρέθηκα μέσα στο χωριό. «Έλαμψαν» οι μουστάκες των μπαρμπάδων στον καφενέ.

- Που ρθες ισύ; Δεν ήρθες από κάτου;

Όταν τους είπα, γελούσαν σαν παιδιά. «Βρε τι έκανς». Με τα πολλά να μαι στην Υπάτη. Αρκετά πεινασμένος (πρωτότυπο για μένα) και κουρασμένος. Βρήκα ένα δωμάτιο να χωθώ, έφαγα, λάδωσα την αλυσίδα στο Multi που είχε γίνει λες κι έπεσα σε δοχείο με κοκκινόχωμα και άραξα απολαμβάνοντας το τοπίο. Η Οίτη από πάνω μου επιβλητική, μεγαλειώδης και απέναντι μου φωτισμένο το Λιανοκλάδι.


Η επιστροφή την Κυριακή

Παρά τις νέες καιρικές προγνώσεις, του μοτοσικλετιστή η κούτρα από τέτοια δεν καταλαβαίνει και δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψω Αθήνα κατευθείαν. Άλλωστε η λοξάδα μου με τα βουνά είναι γνωστή. Έκανα λοιπόν την ερώτηση στο ιταλικό μου αλογάκι, «ψήνεσαι για ένα ακόμα καλό τουρ», χλιμίντρισε ναι και βάμος ξανά.

Από Αλεπόσπιτα και Νέο Κρίκελλο προς Ηράκλεια μέσα από το επαρχιακό δίκτυο και προς Γραβιά, Πολύδροσο και Λιλαία.


Με τα υπέροχα πέτρινα σπίτια της, τον Παρνασσό σκεπή από πάνω της, μέσα στο πράσινο κα με τα ξεχωριστά ιστορικά της σημεία. Όπως και τα Καστέλλια, πλήρωσε και αυτή τη φιλοπατρία της, καθώς πήρε ενεργά μέρος στην αντίσταση κατά Ιταλών και Γερμανών.


Διαβαίνοντας τα σοκάκια και τις ρούγες, με το βουνό από πάνω σου και τα ριζά του να φτάνουν ως τα πρώτα σπίτια, καταλαβαίνει κανείς γιατί υπήρξε τόπος αντίστασης, ακόμα και νωρίτερα, κατά το 1821. Κάποιος αντιλαμβάνεται τα κλέφτικα πατήματα του Διάκου, του Ανδρούτσου και του Καραϊσκάκη.

Τα οποία συναντάμε στην επόμενη στάση μας στο «διαμάντι» που λέγεται Τιθορέα. Τι ομορφιά! Τι μαγεία! Ένα φαράγγι του Καλαχάλα με έναν επιβλητικό καταρράκτη να πέφτουν τα νερά του από ψηλά. Αγριόβραχος, γεμάτος ελευθερία. Από πάνω κρέμεται η τελευταία πλαγιά του Παρνασσού και κάπου εκεί μέσα βρίσκεται η σπηλιά – καταφύγιο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μέσα στο χωριό συναντάμε έναν πλάτανο από το 1.800, τεράστιος με τα κλαδιά του απλωμένα σαν αγκαλιά, αλλά και το σπίτι του Γ. Καραϊσκάκη. Εδώ έμενε κάποια στιγμή ως αρχιστράτηγος.




Αυτό ήταν το οδοιπορικό μου και δεν περιγράφω άλλο. Ως την επόμενη φορά