Τις καλύτερες αναμνήσεις τις έχω από τις φορές που αποφάσισα να ακολουθήσω την μαλακία που μου ήρθε στον εγκέφαλο. Το έχουμε ξαναπεί, να κάνεις μαλακίες αναλόγως της ηλικίας σου, αλλά όπως λέει και η γυναίκα μου "Οι άντρες μένετε στην ηλικία των 14...το μόνο που αλλάζει είναι το κόστος και το είδος των παιχνιδιών σας". 

 

Κάπως έτσι λοιπόν και εγώ στα 17 έπεισα τους γονείς μου πως πρέπει να έχω μηχανάκι για να πηγαίνω στο φροντιστήριο και να μην με τρώνε τα λεωφορεία. Να σημειώσουμε βέβαια εδώ πως το φροντιστήριο που ήταν στην Κηφισίας στο Ψυχικό στον φανάρι του κολλεγίου (με τον γνωστό τροχονόμο με την μουστάκα) από το σπίτι μου ήταν 3 στάσεις και πριν πάρω μηχανάκι πήγαινα με τα πόδια γιατί βαριόμουν να παίρνω λεωφορείο. Αφού λοιπόν τους έπεισα, και δούλεψα το καλόκαιρι μετά την καλοκαιρινή προετοιμάσια του φροντιστηρίου και χωρίς να πάω διακοπές, οι επόμενες κινήσεις μου ήταν τροχαία για να βγάλω δίπλωμα και να βρω μηχανάκι. 

Το μηχανάκι το βρήκα πριν βγάλω δίπλωμα. Ενας φίλος πουλούσε το δικό του, ενα 6βολτο παπί, χακί χρώμα, κιταρισμένο 72αρι με εξάτμιση 
Sebring. Στα μάτια μου η απόλυτη μοτοσυκλέτα. 70000 δρχ το πουλούσε (205 Ευρώ για αυτούς που δεν πρόλαβαν τις δραχμές) και εγώ έπαιρνα μισθό 60000 δρχ (175 Ευρώ). Είχα μαζέψει τους μισθούς δυο μηνών οπότε εύκολο. Με τα υπόλοιπα λεφτά έβγαλα τα παράβολα για το δίπλωμα, και αγόρασα και ένα κράνος GBL από τα ιστορικά κράνη εκείνης της εποχής. Η ζελατίνα δεν ανεβοκατέβαινε αλλά την ξεκούμπωνες και την έβαζες στην τσάντα... άσε που με κλειστή ζελατίνα δεν έβλεπες τίποτα. 

 

Πέρασε όλος ο χειμώνας με βόλτες, φροντιστήρια, διάβασμα (πολύ διάβασμα) και ξανά βόλτες. Κουραζόμουν από το διάβασμα; Επαιρνα το μηχανάκι 01:00 το βράδυ και γύρναγα βόλτες μέσα στην πόλη. Κανένα σάντουιτς από τα καρότσια στην Αθηνάς και πίσω σπίτι. Κράνος βέβαια δεν φορούσα από δεν το απαιτούσε η μόδα της εποχής. Προτιμούσα να γίνομαι άγαλμα από το κρυο αλλά το κράνος δεν το φορούσα ποτέ. Είχα και ένα ατύχημα αλλά δεν φταίω εγώ, το όνειρο που είδε η μάνα μου φταίει...Ψιλοπράγματα άλλωστε το μόνο που με ένοιαζε ήταν να φτιάξω το μηχανάκι.

 

Και έρχεται το επόμενο καλοκαίρι. Οι εξετάσεις έχουν τελείωσει, εγώ δουλεύω ξανά στο ίδιο βιβλιοπωλείο για δυο μήνες και έχω κλείσει να δουλεψω και τον Σεπτέμβριο. Οι γονείς μου έχουν φυγεί διακοπές, το κορίτσι μου έχει φύγει διακοπές και μιλάμε ελάχιστα όποτε μπορεί να με πάρει ένα τηλέφωνο στα γρήγορα και κρυφά από τον πατέρα της. Και ανάμεσα στην δουλειά, τις νυχτερινές βόλτες, και τον ύπνο τρώω την πετριά. Εκείνο το διαβολάκι που σου λέει να κάνεις όλες τις μαλακίες. Θα πάω να την δώ. "Που θα πας βρε ηλίθιε στον Πύργο να την δεις;" μου έλεγε το αγγελάκι από το δεξί αφτί. "Μην τον ακούς. Είναι φλώρος και κότα" μου έλεγε το διαβολάκι από το αριστερό. 

 

Σάββατο μεσημέρι λοιπόν φορτώνω το παπί με ένα σακίδιο με μια αλλαξιά ρούχα, ενα λίτρο λάδι (γιατί ποτέ δεν ξέρεις), ένα μπετονάκι με 5 λίτρα βενζίνη (γιατί δεν ήξερα πόσο συχνά θα βρίσκω βενζινάδικα στον δρόμο μου), φοράω ένα μπουφάν, ένα ζευγάρι γάντια και το κράνος, και ένα sleeping bag. Ξεκινώ λοιπόν με την εξωφρενική ταχύτητα των 60 χλμ/ώρα να κάνω ένα ταξίδι 300 χιλιομέτρων. Μέχρι τον Ισθμό όλα πήγαιναν καλά και έτσι παίρνω θάρρος και βάζω τον επόμενο στόχο την Πάτρα. Αφού βγήκε το 1/3 της διαδρομής άνετα θα βγουν και τα υπόλοιπα. Λίγο πριν το Αίγιο βλέπω δεξιά σταματημένο ενα MZ με δυο τύπους να φαίνονται απελπισμένοι. Για κάποιο λόγο ένιωσα ότι έπρεπε να σταμάτησω και έτσι έκαναν. Ενας 17χρονος και δυο 30χρονοι στην άκρη του δρόμου να ψάχνουν να βρουν λύση για το ΜΖ που είχε μείνει από βενζίνη. Παίρνω τον έναν από τους δυο μαζί μου, φτάνουμε σε βενζινάδικο στο Αίγιο (15 χλμ διαδρομή), βάζουμε βενζίνη στο παπί, γεμίζουμε και το μπετονάκι, πληρώνει αυτός ΟΛΗ την βενζίνη για ευχαριστώ, και τον γυρνάω πίσω. Βάζουμε βενζίνη στο ΜΖ και συνεχίζουμε παρέα για λίγο. Στο βενζινάδικο που ξανασταματήσαμε για να ξαναγεμίσω το μπετονάκι το παπί, χαιρετιόμαστε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια και συνεχίζουμε τις διαδρομές μας. Ενιωθα πως είμαι πλέον και εγώ μοτοσυκλετιστής μαζί τους και ταξιδεύω παντού. Ηξερα εκείνη την στιγμή πως το μέλλον μου είναι σε κάποιους δρόμους στον κόσμο να ταξιδεύω με την μηχανή μου. 

Το ταξίδι μέχρι τον Πύργο κύλησε χωρίς παρατράγουδα, την κοπέλα μου δεν την είδα εκείνο το βράδυ (έφυγα 15:00 από Αθήνα και έφτασα 21:00 στον Πύργο), κοιμηθηκα στο 
sleeping bag στο πάτωμα στον σταθμό του τρένου με το παπί δεμένο πάνω μου και το πρωί προσπάθησα να την βρω στο τηλέφωνο. Τελικά κατάφερα και την είδα για 20 λέπτα. Και κάπως έτσι ξεκίνησα να γυρίσω Αθήνα 21:00 το βράδυ από τον Πύργο αφού την επόμενη το πρωί δούλευα. Με το φαναράκι του παπιού να προσπαθώ να δώ μπροστά μου, ντυμένος με το μπουφαν, ενα φούτερ από μέσα, το κράνος τα γάντια και πάλι να τρέμω. Περνάω την Πάτρα και το Αίγιο και με έχει κόψει η πείνα. Βλέπω ταμπέλα "20 χλμ Ακρατα" με σήμα για φαγητό και βενζίνη και έχω αρχίσει και μετράω τα χιλιόμετρα και τα λεπτά για 20 χιλιόμετρα. Φτάνω και είναι όλα κλειστά. Τρώω την απογοήτευση της ζωής μου. Συνεχίζω με κομμένα τα φτερά και 5 χιλιόμετρα μετά βλέπω καντίνα στην απέναντι μεριά του δρόμου. Σταματώ και παίρνω ένα καφέ καραβίσιο και ένα κορνέ που εύκολα το είχε 5 χρόνια στην τζαμαρία. Πίνω ένα δεύτερο καφέ και καβαλάω με εικόνα μπροστα μου τα σουβλάκια στον Ισθμό. Μετράω δευτερόλεπτα, λεπτά, μέτρα χιλιόμετρα και φτάνω στον Ισθό...ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΚΛΕΙΣΤΑ...04:00 το πρωί. 

 

Δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Βγάζω το sleeping bag, παίρνω δυο καρέκλες από τον ΔΕΛΗΟΛΑΝΗ και ξαπλώνω πάνω τους, μέσα στο sleeping bag, αποφασισμένος να μείνω για πάντα εκεί και να με βρουν μετά απο αιώνες οι αρχαιολόγοι. Μια ώρα ύπνος έφτανε για να νιώσω καλύτερα. Ξεκινάω για το τελευταίο μου κομμάτι και 07:00 είμαι σπίτι μου. Ενα μπάνιο για να συνέλθω σκέφτομαι και περιμένοντας το νερό να ζεσταθεί με παίρνει ο ύπνος.... Η συνέχεια που με έψαχναν όλοι είναι μια άλλη ιστορία. Στον ύπνο μου πάντως είδα όνειρα με ταξίδια με μεγαλές μοτοσυκλέτες και εικόνες από κόσμους ξένους. Με είδα σε ερήμους και βουνά. Μέχρι σήμερα ακόμη κυνηγάω εκείνο το όνειρο και γεμίζω εικόνες.