Οταν ένας από εμάς γράφει για τις αναμνήσεις του για το πρώτο του ταξίδι, στους περισσότερους από εμάς ξυπνάνε αναμνήσεις από το δικό μας πρώτο. Ετσι κι εγώ μετά τον Στέλιο θυμήθηκα το δικό μου, έτσι από το δικό μου θυμήθηκε ο Νίκος Φουρμούζης το δικό του. 

Νίκος Φουρμούζης

Βρισκόμαστε στο μακρινό 1980. Είμαι στην τελευταία τάξη του σχολείου και -τι παράξενο-
ψάχνομαι για να αγοράσω μηχανάκι. Θέλοντας να πάω κόντρα στη βασιλεία των παπιών και
πιστεύοντας, ο αφελής, ότι μηχανικά δεν έχουν καμία διαφορά πέρα από το μέγεθος των τροχών,
καταλήγω στο Chaly (CF 50). H αξία του ανέρχεται στο μυθικό ποσό των τριάντα χιλιάδων
δραχμών, μισά από τα οποία δικά μου από κάτι καλοκαιρινά μεροκάματα, ενώ για τα υπόλοιπα
ψήνω τους γονείς παρά τις αντιρρήσεις της συχωρεμένης της μάνας μου. Ασυγκίνητος από τις
δηλώσεις της τύπου “τώρα μου πήρες τη μισή μου ζωή”, βρίσκομαι πανευτυχής κάτοχος ενός
ολοκαίνουργιου Chaly πράσινου με άσπρα φτερά και ποδιές και αριθμό ΗΑ-471 της τροχαίας
Γλυφάδας. Η χαρά βέβαια κάπως μετριάζεται όταν καταλαβαίνω την πλάνη μου σχετικά με την
ισοδυναμία του με το παπί, αλλά τώρα τέτοιες λεπτομέρειες θα κοιτάμε; Η πρώτη επαφή με την
αίσθηση της ελευθερίας που σου δίνει το δίτροχο, για να μή μιλήσω για το ανεβασμένο στάτους
στην παρέα (μετρούσανε κι αυτά στην εφηβεία βλέπετε), είναι κάτι που ούτε περιγράφεται ούτε
αποτιμάται όπως πολύ καλά γνωρίζετε όσοι διαβάζετε αυτές τις γραμμές.

Έλα όμως που κανείς δε χορταίνει με τις διαδρομές σπίτι-σχολείο ή τα βολτάκια στην Αγία
Μαρίνα... η πετριά των μακρινών διαδρομών υπήρχε από τότε και γύρευε τρόπο να εκδηλωθεί. Την
εποχή εκείνη, η κατά τρία χρόνια μεγαλύτερη αδελφή μου είναι φοιτήτρια στην Πάτρα. Είναι
καλοκαίρι, έχω μόλις ξεμπερδέψει από σχολείο και Πανελλήνιες (ήμασταν και η πρώτη φουρνιά
που είχαμε δώσει εκείνες τις διπλές, τρομάρα μας), και η επιλογή είναι μονόδρομος. Θα πάω στην
Πάτρα με το Chaly! Δεν πα να είχε κοντέρ που τερμάτιζε στα 55 που κι αυτά για να τα πιάσει ήθελε
απόλυτη ισιάδα και άπνοια, δεν πα να είχε κάτι αναρτήσεις-ανέκδοτο, εδώ μιλάμε για το
ταξιδιωτικό βάπτισμα του πυρός, και θα γινόταν και με αυτές τις συνθήκες και με χειρότερες
ακόμα! Σακίδιο, ένα κράνος μάρκας Ghibli (!) με ζελατίνα που άνοιγε με λεβιέ από μέσα
παρακαλω, ένα μπετονάκι βενζίνη γιατί παραήταν μικρό το τεποζιτάκι του, και βουρ!

Θα ακολουθούσα τον παλιό δρόμο, γιατί ακόμα και το δικό μου θράσος είχε κάποια όρια,
όχι γιατί τότε κοίταγε κανείς λεπτομέρειες τύπου όχι κάτω από 125 στην εθνική... Οπότε, νάμαστε
το Τσαλάκι κι εγώ τσούκου-τσούκου Ελευσίνα, Μέγαρα, ανέβα-κατέβα στην Κακιά Σκάλα, κάποτε
φτάσαμε και στον Ισθμο... Επιβεβλημένη η στάση γιατί τα οπίσθια βρίσκονται σε κατάσταση
πλήρους αναισθησίας. Ξεμούδιασμα, και ξεκινάει η περιπέτεια που λέγεται παλιά εθνική οδός
Κορίνθου-Πατρών. Χωριουδάκια, τοπική κίνηση, φορτηγά και Ντάτσουν που δε δίνουν δεκάρα για
το τι συμβαίνει γύρω τους, και κάπου εκεί και ο τυπάκος με το Chaly να προσπαθεί να διεκδικήσει
ζωτικό χώρο.... Σα να μην έφταναν όλα αυτά φυσάει και ένας λυσσασμένος κόντρα αέρας που μου
περιορίζει την ταχύτητα στα τριάντα-τριανταπέντε χιλιόμετρα, όχι δηλαδή ότι ο γενικότερος μέσος
όρος θα ήταν και πολύ παραπάνω, ε; Κάπου σε μια παραλία λίγο έξω από το Κιάτο, δεν πήγαινε
άλλο, λύγισα... δεξιά, σταντ, και ξάπλα ανάσκελα στα βότσαλα να κοιτάω τον ουρανό και να
αναρωτιέμαι πώς θα φτάσω. Με υπομονή ήταν η απάντηση, πώς αλλιώς; Καβάλα λοιπόν και πάλι,
Ξυλόκαστρο, Δερβένι, Διακοφτό, άντε και φτάσαμε στο Αίγιο, με τον τελικό προορισμό να
διαγράφεται πια στον ορίζοντα. Ένα τελευταίο κουράγιο, βοηθάνε και οι όμορφες παραλίες που
βλέπω στα δεξιά μου, Τράπεζα, Ψαθόπυργος, και νάμαι επιτέλους στο φοιτητόσπιτο νοιώθοντας το
λιγότερο σαν τον Roald Amundsen...

Όλο αυτό βέβαια ξεπληρώθηκε και με το παραπάνω με τις βόλτες με την φοιτητοπαρέα
στην Πάτρα, όπου μπορόυσα πια να ακολουθώ τους μεγαλύτερους που είχαν τα δικά τους
μηχανάκια και αυτοκίνητα και να δημιουργήσω κάποιες από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μου. Το
πότε θα γυρνούσα άγνωστο, όμως είχα αποφασίσει ότι για την επιστροφή θα φόρτωνα το μηχανάκι
στο τραίνο, δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακάνω αυτή τη διαδρομή και με δεδομένο το ξενέρωμα
της επιστροφής. Όμως όλοι ξέρουμε τί συμβαίνει με το σύμπαν όταν κάνουμε σχέδια... Εντελώς
απροσδόκητα, πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο, ανακοινώνονται από το ραδιόφωνο τα
αποτελέσματα των Πανελληνίων, έχω περάσει Νομική Αθηνών! Το απόλυτο μπρίζωμα, θέλω να
γυρίσω, πού μυαλό για τραίνα, εισιτήρια, φορτώματα, δρομολόγια... Άντε πάλι τα συμπράγκαλα,
άντε πάλι το μπετονάκι (που τελείως άχρηστο αποδείχτηκε αφού στον παλιό δρόμο κάθε είκοσι
χιλιόμετρα είχε και βενζινάδικο, αλλά πρόσθετε στην αίσθηση της περιπέτειας, δε νομίζετε;) και
δώστου με τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς μου στο δρόμο της επιστροφής. Για έξτρα ποικιλία, τρώω και
μια κλήση για ασφάλεια διερχόμενος από το Κιάτο και κάπως έτσι, με την ιδιότητα του φοιτητή
πλέον, βρέθηκα ξανά στην Αθήνα...

Το Τσαλάκι με συντρόφεψε για κάπου δύο χρόνια από τότε, οπότε και αντικαταστάθηκε από
DT 175, οι περιπέτειες με το οποίο γεμίζουν βιβλίο. Και δρόμοι, και χώματα, και τούμπες και απ'
όλα, όμως ξέρω και ξέρετε καλά εσείς που μοιραζόμαστε αυτό το σαράκι ότι αυτά τα χιλιόμετρα
στην Κορίνθου-Πατρών θα έχουν πάντα την ξεχωριστή τους θέση ως η αρχή αυτού του ατέλειωτου
δρόμου που κανείς δεν ξέρει πού θα μας οδηγήσει ακόμα.