Οι φορτωμένες επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν επέτρεψαν να γράψω ταχύτερα το 2 ο μέρος του οδοιπορικού μου στον Γράμμο. Άλλωστε είναι γνωστό πως κινούμαι ιδιαίτερα αργά, σε ρυθμούς… φεεετας.

Έστω κι έτσι τα κατάφερα όμως και να το 2 ο μέρος. Πριν ξεκινήσω, να επισημάνω για ακόμα μία φορά πως η ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και ο Γράμμος, φέρει μεγάλο ιστορικό βάρος, το οποίο συνεχίζεται ως τα σήμερα. Δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, ειδικά από τη στιγμή που μπαίνεις μέσα σε αυτό το περιβάλλον.

Μη νομίζετε πως δεν το νιώθεις. Ότι δεν αντιλαμβάνεσαι αυτή την ιστορία. Πάει χέρι με χέρι με το μοναδικής ομορφιάς περιβάλλον.


Το ένιωσα με το που κινήθηκα από Πυρσόγιαννη προς Αετομηλίτσα. Για να κάνω και τη σύνδεση με το 1 ο μέρος του ταξιδιού μου. Για να πας σε αυτό το πανέμορφο άκρο της χώρας, εγκαταλείπεις την άσφαλτο και κύριο δρόμο και μπαίνεις σε έναν ημιχωμάτινο. Βατός είναι, εύκολος θα έλεγα ακόμα και για μένα που δεν το έχω με το χώμα, μόνο σε κάποια σημεία «ταρακουνάει».

Είναι όμως το κάτι άλλο. Στενούτσικος, μέσα στα δέντρα, λες και κάποιος ήρθε και πέταξε ένα μονοπάτι με στροφές. Αλλού ο ήλιος ίσα που περνά, αλλού σε καίει. Κι ανεβαίνεις. Και λες, «καλά, ακόμα»; Κι εκεί που διαβαίνεις αμέριμνος, συναντάς την πρώτη βρύση – πηγούλα και βλέπεις το εξής θέαμα: Απέναντι λοξά αριστερά το χωριό, πίσω σου (νοητά και σε μεγάλη απόσταση) ο Σμόλικας και ολόγυρά σου παντού ο Γράμμος.

Ακριβώς από πάνω από το χωριό η υψηλότερη κορφή του. Τότε συνειδητοποιείς ξεκάθαρα το «βάρος» της ιστορίας. Η Τσούκα Πέτσικ όπως λέγεται είναι στα 2.521 μέτρα! Λίγο πιο κει είναι η κορυφή Γκέσο με το μνημείο του αιματηρού αδελφοκτόνου πολέμου. Χτίστηκε από τον στρατό, καθώς σε αυτό ακριβώς το σημείο, σε αυτά τα υψώματα έγινε η τελευταία μάχη του εμφυλίου.

Απέχοντας πια λίγα εκατοντάδες μέτρα από το χωριό, στα δεξιά μας μια ταμπέλα μας ενημερώνει εάν θέλουμε να κινηθούμε προς Αρρένες, Μουτζάλια, θέση Πατώματα και αλλού.

Η Αετομηλίτσα

Η Αετομηλίτσα (παλιά Δέντσικο-Ντένισκο) είναι παραδοσιακό βλαχοχώρι, πραγματικά σκαρφαλωμένο στις νότιες πλαγιές του Γράμμου και σε υψόμετρο 1.450 μέτρων. Μάλλον είναι το ορεινότερο χωριό της χώρας και σίγουρα το βορειότερο του νομού.

Η μετάφραση του σλαβικού Ντένισκο είναι προσήλιο. Τη δεκαετία του ’30 μετονομάστηκε σε Αετομηλίτσα.

Κατοικείται πια μόνο το καλοκαίρι και λόγω του εμφυλίου σπαραγμού, μέχρι το 1974 για να πας εκεί, καθώς και στα λεγόμενα «ανταρτόπληκτα» χωριά απαιτούνταν ειδική άδεια.

Οικοδομήθηκε ξανά τη δεκαετία του 1960 και σήμερα φαίνεται αυτή η «ανοικοδόμηση», όπως και η εγκατάλειψη. Συνυπάρχει στο χωριό το πιο «σύγχρονο» με τα παραδοσιακά δρομάκια και τα πλακόστρωτα.

Η δημιουργία του καταφυγίου πάντως επανέφερε μέρος της ζωής στο χωριό.

Στάθμευσα στον υπέροχο ξενώνα του Θοδωρή, νωρίς το απόγευμα. Εκείνη την ώρα η κουζίνα ήταν κλειστή αλλά φτιάχτηκε στο τσακ μπαμ μία υπέροχη σαλάτα με αγγούρι, κρεμμύδι, ελιές και γαλοτύρι, το οποίο τίμησα δεόντως.

Και αν και κανονικά μετά το φαί και με τον ήλιο ντάλα δεν πας για πεζοπορία, δεν πτοήθηκε και κινήθηκα προς την έξοδο του χωριού προς Μουτζάλια – Πατώματα. Η αρχική ιδέα ήταν να φτάσω μέχρι εκεί (Μουτζάλια) περπατώντας, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως αν το έκανα θα με έβρισκε η δύση μέσα στο βουνό. Δεν είναι ότι καλύτερο να βρεθείς μέσα στο δάσος του Γράμμου, νύχτα μόνος σου.

Έφτασα πάντως μέχρι ένα σημείο, όπου και εκεί έγιναν δυστυχώς σφοδρές μάχες. Στην κορυφή αλλά και χωμένα υπάρχουν ακόμα πολυβολεία του λεγόμενου ΔΣΕ, δεν φαίνονται στη φωτογραφία.

Με «χαιρέτησαν» όχι πολύ ήρεμα ομολογώ δύο μεγάλα τσοπανόσκυλα, τα οποία γάβγισαν να μην τα πλησιάσω, ενώ πιο πέρα με ατένισε ένα υπερήφανο ελεύθερο άλογο. Δεν ξέρω τι έκανε μόνο του εκεί.

Συνέχισα τον ποδαρόδρομο μου με μελαγχολία, σκεφτόμενος τι θα μπορούσαν να πουν αυτές οι κορφές και τα πελώρια δέντρα, εάν μπορούσαν να μιλήσουν. Τι έχουν ζήσει.

Όταν πια κατάλαβα, ότι δεν θα έφτανα με τίποτα εκεί που ήθελα, πήρα τον δρόμο του γυρισμού πιάνοντας φιλίες με κάτι γελάδες.

Νομίζω πάντως, ότι με μεγάλη προσοχή και πολύ χαλαρά θα μπορούσα μάλλον να φτάσω μέχρι ένα σημείο με το Multistrada μου. Και το λέω αυτό, διότι την επόμενη μέρα έζησα ένα όντως ακραίο και σχετικά επικίνδυνο σκηνικό σε έναν σαν χωματόδρομο, ούτε αυτό δεν ήταν, που τον έβγαλα πάντως. Το περιγράφω πιο κάτω.

Λίγο από εδώ λίγο από εκεί, για να επανέλθω, η ώρα πέρασε, πείνασα, οπότε απόλαυσα τις πατατούλες μου, το γαλοτύρι μου ξανά και την προβατίνα μου.

Ξεχωριστό γεγονός! Τα ξημερώματα γύρω στις 05.30 με ξύπνησε ένα αλύχτσιμα, απ όλα τα σκυλιά του χωριού. Γάβγιζαν όλα άγρια και όσο κατάλαβα είχαν μαζευτεί σε ένα σημείο. Προσπάθησα να δω από το παράθυρο αλλά δεν διέκρινα κάτι.

Το πρωί γευόμενος ένα υπέροχο πρωινό και μιλώντας με τον Θοδωρή, μου είπε αφοπλιστικά:

«Ή αρκούδα, ή λύκος ή αλεπού ή τσακάλι».

Αυτός είναι ο Γράμμος φίλοι. Συνυπάρχεις με αυτά τα πλάσματα.

Και έφτασε η ώρα να φύγω. Ήξερα ότι με περίμενε η Σαμαρίνα, το πέρασμα στα Φούρκα και μετά η κάθοδος, αλλά δεν μου αρκούσε. Φόρτωνα με μισή καρδιά. Αυτός ο τόπος σου γεμίζει όλες τις αισθήσεις. Σου ανοίγει και ένα νέο μονοπάτι.

Σημείωση: Η επίσκεψη σε Γράμμο και Σμόλικα γίνεται πληρέστερη όταν ακολουθήσεις πεζοπορικές διαδρομές. Τότε βιώνεις τα πάντα όλα. Θες όμως περισσότερες ημέρες, απ’ ότι είχα στη διάθεση μου.

Στη διαδρομή για… κάτω χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ευτυχώς σταμάτησα διότι είχε πέσει ο σάκος μου. Το είδε κάποιος, κατάλαβε ότι έμενα στον ξενώνα και ειδοποίησε τον Θοδωρή, ο οποίος με τη σειρά του με πήρε τηλέφωνο. 1.000 ευχαριστώ!

Δεν κατευθύνθηκα πάντως αμέσως προς Σαμαρίνα. Μου είχαν πει ότι καταλαβαίνεις καλύτερο μέρος της ιστορίας του Γράμμου, πηγαίνοντας στη Λυκοράχη.

Εκεί παραλίγο να την πατήσω! Πολύ άσχημα!

Υπάρχουν δύο τόποι – ιστορικά μνημεία και αποφάσισα, ο χαζός, να επισκεφτώ και τα δύο. Το ένα ήταν πάνω στον δρόμο, εντάξει, νο προμπλέμο. Το 2 ο όμως ήταν σε δύσβατο σημείο. Ρώτησα τους ντόπιους, δύο εκ των οποίων μου είπαν, «μηχανή έχεις ναι πάει».

Έπρεπε να πονηρευτώ! Και κυρίως έπρεπε να μου κόψει και να ακούσω το Ducati Multi μου που «βόγγηξε» και μου είπε, «ο ανήφορος κατήφορο θα φέρει. Δεν είναι καλό αυτό τώρα».

Τίποτα εγώ, κολλημένος! Δεν με σταμάτησε τον άμυαλο ούτε καν το βαθύ ΛΟΥΚΙ που είχε δημιουργηθεί και έκανε τη μηχανή να πετάει κώλο.

Όταν έφτασα σε ελάχιστα μέτρα από το σημείο και είδα δίπλα μου το… ύψος – γκρεμό άρχισα να ψυλλιάζομαι ότι είχα κάνει μπούρδα.

Και αποδείχθηκε! Στο γύρνα, με πήρε ο κατήφορος, έχασα την ψυχραιμία μου, καθώς δεν έχω ιδέα από χώμα, ι-δε-α όμως, και με έριξε με φόρα στο λούκι. Να μην μπορώ να τη σταματήσω, ούτε καν να επιβραδύνω. Μπλόκαρε ο μπροστά τροχός στιγμιαία η μηχανή σαν να δίπλωσε, τραντάχτηκε – νόμισα ότι θα σπαγε – και βρέθηκα για στιγμές λίγο στον αέρα. Απλώς είπα, «ΟΚ, πέφτω»!

Αλλά ο Γράμμος μου φέρθηκε ωραία. Με άφησε να τη γλιτώσω. Για κάποιον λόγο που ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω, ο τροχός επανήλθε, η Ducati συνέχισε την πορεία της και γω βρέθηκα να προσπαθώ να τη φρενάρω, μέσα στην αδρεναλίνη και τον φόβο.

Σταμάτησα ακριβώς εκεί που ξεκινούσε το τσιμεντένιο πεζούλι για να σε βγάλει στον δρόμο.

Χρειάστηκα δύο αναψυκτικά μετά στον καφενέ για να συνέλθω. «Βρε, τι πηγαίνει ο δρόμος, κόντεψα να τσακιστώ», ρώτησα τους ντόπιους. «Ε ναι μωρέ, για μας πάει»! Να στε καλά βρε.

Έφυγα γελώντας αφού διέφυγα τον κίνδυνο, παίρνοντας τον δρόμο που αν δεν πήγαινα Λυκοράχη θα με έβγαζε προς Σαμαρίνα. Ήθελα βενζίνη, α, ναι, προσοχή εκεί πάνω, δεν έχει βενζινάδικο όποτε θέμε. Αν και ήθελα να πάρω τον πιο ορεινό προς Επταχώρι και από εκεί Σαμαρίνα, λόγω καυσίμου κινήθηκα προς Ανήλιο Κόνιτσας.

Παρένθεση, που λέμε: Όποιος αποφασίσει να πάει στα μέρη εκείνα, ας πάει Επταχώρι. Ένα υπέροχο ωριό που έγινε όταν ενώθηκαν επτά χωριά για να γλιτώσουν από κλέφτες και ληστές. Στον πόλεμο του 40 έμεινε εδώ για δύο μήνες ο Κ. Δαβάκης, ο συνταγματάρχης που με 2.000 άντρες κράτησε τις πρώτες ώρες - μέρες τους Ιταλούς.

Στον δρόμο του Ανηλίου Κόνιτσας – Κόνιτσα, συναντά κανείς έναν χωματόδρομο που σε οδηγεί στο πέρασμα για τα Φούρκα. Τι εστί Φούρκα;

1940: Η ιταλική μεραρχία Τζούλια προελαύνει στην Πίνδο. Στόχος το Μέτσοβο. Οι Ιταλοί απειλούν όλο και περισσότερο. Κάνουν όμως ένα λάθος. Βαδίζουν ταχύτατα προς Σαμαρίνα, χωρίς να φυλάνε καλά τα μετόπισθέν τους. Ο Κ. Δαβάκης το αντιλήφθηκε και επιτέθηκε.

Την 1 η Νοεμβρίου, το απόσπασμα της Πίνδου ανακατέλαβε το χωριό Φούρκα και τη Σαμαρίνα.

Αυτός είναι ο τόπος εδώ πάνω.

Ο δρόμος ως τη Σαμαρίνα είναι… διπολικός. Άλλες φορές είσαι μέσα στα δάση, σε μονοπάτια που ίσα ίσα περνούν δύο μηχανές δίπλα δίπλα. Άλλοτε ατενίζεις περίεργα βραχώδη μέρη. Σχετικά λίγο πριν το κεφαλοχώρι, το κοιτάς από ψηλά μέσα σε άγρια βοσκοτόπια και καταλαβαίνεις ότι τον χειμώνα είναι ζόρικα τα πράγματα.

Ωστόσο έπεσε αρκετά στις προτιμήσεις μου, σε σχέση με αυτό που φανταζόμουν. Πιθανά επειδή είχε πάρα πολύ κόσμο, είχαν έρθει και πούλμαν, δεν μπόρεσα να τη γυρίσω. Η δε πλατεία ήταν τίγκα στους απανταχού επισκέπτες οι οποίοι απολάμβαναν τη φασαρία, την τσίκνα, τα ψητά και κάτι οργανοπαίκτες που έπαιζαν ασταμάτητα.

Έφαγα μέσα στο ντούρου ντούρου και στα «Παιδιά της Σαμαρίνας», με τα πιτσιρίκια να τρέχουν ουρλιάζοντας και σερβιτόρους να πηγαινοέρχονται. Τουλάχιστον το λουκάνικο αγριογούρουνο και οι πατάτες ήταν ωραία. Το δυστύχημα ήταν πως τους είχαν τελειώσει οι πίτες. Τόσος λαός.

Ήπιαμε κι έναν καφέ να στανιάρουμε και άρχισε το Long way down . Δεν θέλω να πολυαναφερθώ σε αυτό, με στενοχωρεί. Ήθελα κι άλλο. Το μόνο που αναφέρω είναι ότι στον δρόμο προς Γρεβενά, συναντάς υπέροχα φυσικά τοπία και μία φανταστικομαγική ταμπέλα που λέει προς:

Βάλια Κάλντα – Εθνικός Δρυμός και έχει εικόνες αρκούδων και λύκων.

Η επόμενη φαντάζομαι…