Είτε λέγεται Κλέων είτε… Κλαίων ένα είναι το γεγονός. Με 40+ βαθμούς Κελσίου βλαστημάμε. Πόσο μάλλον λοιπόν στους 43 και στους 44. Είναι όμως καλοκαίρι και η μοτοσικλέτα εκτός από το λατρεμένο μας μέσο, είναι για πολλούς το ιδανικό τόσο για τις διακοπές, όσο και την κίνηση στους δρόμους. Χωρίς όμως την πρέπουσα προστασία γινόμαστε ψητοί στην καλύτερη. Τι κάνουμε λοιπόν; Αφορμή για όλο αυτό, είναι – τι άλλο – η μοτοβόλτα που ετοιμάζω και για την οποία θα γράψω στο motohub μόλις ολοκληρωθεί. Λοιπόν, ξέρω πόσο ενοχλητικό είναι να σκάσει ο τζίτζικας και εμείς να μην μπορούμε να αναδείξουμε τα κάλλη μας, αλλά το ξεχνάμε! Κοντομάνικα, σορτσάκια, παντόφλες, α-πα-γο-ρεύο-ον-ται! Διότι, εκτός του ότι άμα πέσουμε θα υποφέρουμε, ειδικά μέσα στη ζέστη, δεν υπάρχει καμία προστασία από τη ζέστη και τις υπεριώδεις ακτινοβολίες του ήλιου. Δεν αφήνουμε στον ήλιο τίποτα από τον εξοπλισμό μας. Ειδικά το κράνος μας! Μιλώντας για κράνη, έχουμε τους αεραγωγούς ανοικτούς. Εκτός εάν θέλουμε να βράσουμε αργά αλλά σταθερά. Το ίδιο και με τα ρούχα προστασίας μας. Ανοιχτοί οι αεραγωγοί. Να εξατμίζεται ο ιδρώτας μας. Ως προς τα υγρά, ναι, βρεχόμαστε. Τουτέστιν, σε ακραίες συνθήκες θερμότητας, μας βρέχουμε με νερό. Βρέχουμε εμάς, το μπλουζάκι μας με δροσερό νερό ή ρίχνουμε υγρή πετσέτα πάνω από το κεφάλι, στα διαλείμματα οδήγησης. Σημείωση: Καλύτερα να φοράμε μπλουζάκι από υλικό που «αναπνέει». Ως προς τα γάντια, τα καλοκαιρινά έχουν συνήθως διάτρητες επιφάνειες στο πάνω μέρος τους. Απαραίτητο είναι και το φουλάρι, όσο κι εάν ακούγεται, ίσως, περίεργο. Καταρχάς, μας προστατεύει από διάφορα έντομα, τα οποία θα πέσουν στον λαιμό μας και πάντα βρίσκουν το άνοιγμα μεταξύ κράνους και μπουφάν. Κατά δεύτερον, προφυλάσσει από τον τον καυτό αέρα. Εάν οδηγούμε με ανοικτό κράνος, δεν το συνιστώ καθόλου, το βάζουμε και στο πρόσωπό μας. Τέλος, προστατεύει και από τις ακτίνες του ήλιου. Τώρα, για το παντελόνι, ξέρω ότι θα με κράξτε, αλλά εάν για κάποιο λόγο δεν έχουμε καλοκαιρινό, δεν φοράμε χειμωνιάτικο. Καλύτερα τζιν, ναι, τζιν! Και βάλτε από πάνω προστασίες. Και φτάνουμε στο τι πίνουμε και τι τρώμε. Είναι συχνό λάθος να θεωρούμε ότι όταν περάσουν οι επικίνδυνες ώρες, 12.00 – 17.00, έχει περάσει και ο κίνδυνος, οπότε μπορούμε να καθίσουμε κάτω από έναν πλάτανο σ’ ένα χωριό ας πούμε και να φάμε τον αγλέορα. Ή στην παραλία που έχουμε πάει για μπάνιο να χτυπήσουμε τα τσιπουράκια κα τα μεζεδάκια μας. Ζονγκ! Έχουμε εισπράξει στο πήγαινε, ακόμα και στη διακοπή της οδήγησής μας όλο το κύμα θερμότητας. Ακόμα και όταν δεν το καταλαβαίνουμε. Το πολύ φαγητό ειδικά σε συνδυασμό με το αλκοόλ, πιθανότατα θα μας «χτυπήσει» μετά. Μπορούμε να φανταστούμε τι θα συμβεί στην επιστροφή μας λοιπόν, όταν θα έχουμε «βαρύνει» και η αλκοόλη θα είναι πιο δυνατή εξαιτίας της ζέστης. Επομένως, τρωγωπίνουμε δίχως αύριο, λέμε τώρα, εάν πρόκειται να μείνουμε εκεί. Όχι εάν έχουμε επιστροφή. Προ-σο-χή στην εφίδρωση! Χρειαζόμαστε συνεχώς υγρά και δη νερό, ίσως και κάτι σε ισοτονικό. Οπότε, συχνές στάσεις, συχνότερες απ’ ότι συνήθως και νερά. Και δεν περιμένουμε να νιώσουμε δίψα, δεν περιμένουμε να νιώσουμε άσχημα ή κουρασμένοι. Τροφοδοτούμε τον οργανισμό μας με υγρά, δεν τρώμε βαριά, μη σκάσει η αρνίλα ή η κατσικίλα από την αναπνοή μέσα στο κλειστό κράνος, θα πεθάνουμε. Σημείωση: Έχουμε τον νου μας μη νιώσουμε κάποιο αίσθημα δυσφορίας. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτι «εμφανές», μόλις αισθανθούμε ότι «κάτι δεν πάει καλά», κάνουμε δεξιά σε σκιά και σταματάμε. Εάν δεν υπάρχει, χαμηλώνουμε ταχύτητα. Στη ζέστη επηρεάζονται πρωτίστως η αντίληψή μας και τα αντανακλαστικά μας! Γι, αυτό, τελειώνω με αυτό, είναι πολύ σημαντικό το πότε ξεκινάμε να πάμε κάπου. Ειδικά εάν έχουμε κάποιο ταξίδι να κάνουμε. Πολύ πρωί, σχεδόν αχάραγα που λέμε, για να έχουμε σταματήσει ως τις 12. Και εάν έχουμε να συνεχίσουμε, το καλύτερο είναι να περιμένουμε να περάσουν οι χειρότερες ώρες και μετά να συνεχίσουμε