Ευτυχώς που υπάρχει το motohub. Σοβαρά μιλάω. Άνοιξε το κουτάκι των αναμνήσεων και ξεδιπλώνονται χιλιόμετρα, διαδρομές και πανέμορφες στιγμές. Με πολύ ιδιαίτερους φίλους, από μικρά Honda XL185S και Yamaha XT600 μέχρι Triumph Tiger 955 I και Ducati Multistrada 1000 (θα φτάσουμε και σε αυτά εν καιρώ). Σήμερα θέλω να θυμηθώ μία πολύ διαφορετική ταξιδιωτική εμπειρία που είχα. Γενικά, τα ταξίδια με την εκάστοτε μοτοσικλέτα μου πολλές φορές είχαν έναν άλλον χαρακτήρα. Κυνηγούσα ιστορικά μέρη, περιοχές με ένδοξο ας πούμε παρελθόν, δρόμους, βουνά και χώρους από όπου είχαν περάσει ιστορικές προσωπικότητες. Που μ έχανες που μ έβρισκες, μία στη Βελίτσα (Άνω Τιθορέα) που είναι η σπηλιά του Ανδρούτσου, μία στον Ζάλογγο, στη γενέτειρα του Κολοκοτρώνη στην Αρκαδία ή στη Δημητσάνα με τους μπαρουτόμυλους, ή στον Γοργοπόταμο και τελειωμό δεν έχει. Ακόμα την έχω αυτή την πετριά. Πριν κάμποσα έτη λοιπόν, έμαθα ότι ζούσε ο πατέρας Ανυπόμονος. Ήταν ιερέας, συγγραφέας βιβλίου και υπήρξε αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Σκέφτηκα λοιπόν τότενες να τον γνώριζα και ίσως μου λεγε και καμιά ανάμνησή του. Μάλιστα, ήταν και τέλη Οκτώβρη – αρχές Νοέμβρη πάλι, το θυμάμαι καλά. Αλλά δεν ήθελα να πάω μόνος, ακόμα δεν είχα μετατραπεί σε μοναχόλυκο. Άρχισα λοιπόν τα ντριν ντριν. Μα να μη βρίσκω έναν να ακολουθήσει, μα έναν. Οι περισσότεροι είχαν δουλειές ή ήταν άφραγκοι. Κάποιοι άλλοι όμως ήταν… εριστικοί. «Άσε μας ρε Στέλιο που θα μας τρέχεις πάλι για τα ιστορικά σου». «Έλεος ρε φίλε, τι ανακάλυψες πάλι»; «όχι άσε, την τελευταία φορά ξεκινήσαμε για Ναύπλιο και βρεθήκαμε στην ορεινή Γορτυνία». Κάποιοι ήταν και ειρωνικοί! «Δεν έχω διαβατήριο καρντιά μου σόρι». Επειδή όμως ο επιμένων νικά, μπόρεσα υποσχόμενος φαγητό, καφέδες, κλπ κλπ να πείσω μία γνωστή μου να ακολουθήσει. Θα βλεπε και τη Μονή Αγάθωνος και την Υπάτη, ναι τα κατάφερα. Που να ξερε η κακομοίρα! Ψάξαμε λοιπόν για κανά μπουφάν και γάντια, ευτυχώς κράνος είχε, λόγω ψυχρούλας ντύθηκε και σαν το κρομμύδι και ξεκινήσαμε για την Υπάτη. Το μπλε μου XT 600 άνετο, καθόλου φορτωμένο, ήταν η χαρά του. Εμένα η ανυπομονησία μεγάλωνε κι έκανα σχε΄δια μέσα μου τι θα του πω πως θα τον προσεγγίσω και τέτοια. Φτάνοντας χαλαρά στη Λαμία, λέμε ας πιούμε έναν καφέ και συνεχίζουμε. Όπερ και εγέννετο, ενώ ρωτήσαμε για σιγουριά πως πάμε Υπάτη. «Θα πας προς Λιανκολάδι και μετά Λουτρά Υπάτης και μετά Υπάτη» μου παν. Άλλος δρόμος δε νυπάρχει, ρώτησα εγώ ο έξυπνος. Και να σου να πηγαίνω προς Κομποτάδες, Μεξιάτες για λουτρά Υπάτης. Και να που αρχίζουν τα παραπονάκια. «Κρύο έχει ε. Θερίζει εδώ πάνω. Μήπως να σταματούσαμε λίγο; Γλιστράει ή μου φαίνεται;» Και το «θεικό»: «Δεν κόβεις λίγο»; «Μα δεν τρέχω. Γενικά ως οδηγός δεν τρέχω». «Ναι αλλά κόψε λίγο». Φτάσαμε με τα πολλά ρωτάμε για το χωριό Λίχνο – Μονή Αγάθωνος μας δίνει ένας κυριούλης κάποιες οδηγίες, λίγο πιο κάτω ξαναρωτάμε. Ευτυχώς διότι μάθαμε ότι ο λεγόμενος πάτερ Ανυπόμονος ήταν πια στο νοσοκομείο. Δηλαδή, τσάμπα η βόλτα καθώς ο άνθρωπος νοσηλεύονταν στη Λαμία. Εκεί ξεκίνησε το δράμα! «Με έχεις μέσα στο κρύο για το τίποτα! Έχω πιαστεί μέσα στο κρύο και δεν σε νοιάζει. Εσύ έβαλες κάτι στο κεφάλι σου αλλά δεν ρώτησες τον άλλον αν μπορούσε». «Μα ρώτησα, σου είπα θες να…»; «Μου είπες; Τι Μου είπες; Ότι θα πάμε να δούμε έναν παπά στην Υπάτη όχι πως θα ξεπαγιάσουμε χωρίς λόγο. Να δω τώρα πως θα γυρίσουμε». «Ξέρεις δεν μεταφερθήκαμε στο Αφγανιστάν, Φθιώτιδα είμαστε και το XTάκι έχει βενζίνη λάστιχα και φρένα. Απλώς θα επιστρέψουμε». «Ναι, βέβαια, θα επιστρέψουμε αφού δεν κάναμε αυτό που θέλαμε. Που ήθελες δηλαδή. Γιατί δεν ρώτησες; Γιατί δεν είχες πάρει ένα τηλέφωνο; Να μάθεις»; Κάπως έτσι πήγε η επιστροφή ως τη Λαμία, πιστέψτε με. Μάταια της έλεγα ότι κάναμε βόλτα, εκδρομούλα, ότι θα αράζαμε πάλι για κανά καφέ, θα τρώγαμε μετά, όλα καλά. Τίποτα! Όταν καταλήξαμε με τα πολλά για φαί σ’ ένα ψητοπωλείο, είχε γκαντεμιάσει τη φάση τόσο πολύ που της έκαναν λάθος στο σουβλάκι και της έβαλαν κρεμμύδι που δεν ήθελε. Φυσικά και γι αυτό εγώ έφταιγα, όπως έφταιγα και για το ότι το ψητοπωλείο είχε και παϊδάκι ζυγούρι το οποίο απόλαυσα. Η προτελευταία της φράση ήταν, «καλόφαγες κιόλας, για σένα η ζωή» και η τελευταία της «την άλλη φορά μην ξεχάσεις να με πας στο τελευταίο δέντρο στην τάδε κορφή που κατούρησε ο Καραϊσκάκης».

ΥΓ: Ο παπα ανυπόμονος ήταν στα τελευταία του (λίγο μετά "ταξίδεψε εις κύριον", παρόλα αυτά τον είδα χωρίς να του μιλήσω στο νοσοκομείο.