Προσέχοντας τον χαλασμένο, γεμάτο τρύπες δρόμο, έστριβα τις στροφές ανεβαίνοντας για την κορφή. Το μνημείο έπαιζε κρυφτούλι μαζί μου αφού μετά από κάθε αριστερή στροφή το έβλεπα μπροστά μου και μετά από τις δεξιές χανόταν. Μια ταμπέλα μου έδειχνε ένα μικρό δρόμο μέσα στο δάσος προς ένα ξενοδοχείο "Edelweiss". "Θα το δω κατεβαίνοντας", σκέφτηκα και συνέχισα προς την κορυφή. Περνάω την διασταύρωση για το πεδίο των ανεμοπτεριστών και ξαφνικά είναι εκεί μπροστά μου. Ένα τεράστιο κτίσμα, από γκρι τσιμέντο, με μεγαλειώδεις ταμπέλες σε κυριλλική γραφή και από πίσω ένας Πύργος με ένα τεράστιο κόκκινο αστέρι στην κορυφή του. Φήμες θέλουν, αυτό το αστέρι να φαίνεται από την Μακεδονία τα βράδια όταν άναβε. Έσβησα την μηχανή και έβγαλα κράνος, γάντια, μπουφάν όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ξάπλωσα στην σκιά ενός πέτρινου τοίχου κοιτώντας την θέα βόρεια. 



 

Είχα φτάσει αλλά τελικά δεν μου αρκούσε, ήθελα κι άλλο. Έμεινα καθισμένος στην σκιά του μικρού τοίχου μασουλώντας κρακεράκια και πίνοντας νερό, ενώ θαύμαζα τα βουνά. Μπροστά μου είχα τον Αίμο και προσπαθούσα με το μυαλό να υπολογίσω που περίπου πρέπει να κυλάει ο Δούναβης. Κοιτώντας αριστερά μου έβλεπα την κορφή Botev και σκεφτόμουν πως πίσω της είναι το Troyan Pass. Άλλο ένα σταυροδρόμι σε αυτή την βόλτα. Δεν με ένοιαζε τελικά. Απλά καθόμουν στην σκιά και απολάμβανα το απλοϊκό μου γεύμα στην κορφή ενός βουνού. Τι καλύτερο μπορεί να ζητήσεις κάποιος; Ξεκίνησα να περπατώ στο μονοπάτι γύρω από το κτίσμα, και κάνοντας ένα μεγάλο γύρο έφτασα στην "πλατεία" μπροστά από την κεντρική είσοδο. Πρέπει στις δόξες του να ήταν μεγαλοπρεπές. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια μέχρι την είσοδο όπου μια ταμπέλα με προειδοποιούσε για τους κινδύνους. Κοίταξα από ένα άνοιγμα μέσα. "Θα γυρίσω ξανά μια μέρα για να μπω", σκέφτηκα. 



 

Καβάλησα την μοτοσυκλέτα και ξεκίνησα να κατηφορίζω με νεκρά. Ήθελα να δω όλα όσα μου ξέφυγαν στο κάπως αγχωτικό ανέβασμα μου για την κορυφή. Μπαίνοντας στο δάσος θυμήθηκα την μικρή ταμπέλα που οδηγούσε στο ξενοδοχείο και μπήκα στον δρόμο προς αυτό. Τα δέντρα είχαν κρύψει εντελώς τον ουρανό και εγώ οδηγούσα προς το κτίριο που φαινόταν κρυμμένο και ενσωματωμένο μέσα στο δάσος από την μεριά που βρισκόμουν. Χτισμένο σε ένα ξέφωτο ένα κτίριο βγαλμένο από μια άλλη εποχή, με πέτρα και ξύλο, βγαλμένο κατευθείαν από την δεκαετία του 80. Αυτό ήταν τελικά, είχα ταξιδέψει στον χρόνο, μεγάλα σοβιετικού τύπου μνημεία με αστέρια και σφυροδρέπανα και ξενοδοχεία με ξύλινες επενδύσεις στις οροφές και τεράστιους χώρους για να υποδέχονται τον κόσμο. Έβαλα μια πινέζα στην τοποθεσία για μια μελλοντική επίσκεψη. Ειδικά τον χειμώνα εδώ πρέπει να είναι μαγευτικά. 






Συνέχισα να κατηφορίζω τον δρόμο μέχρι που έφτασα σε μια διασταύρωση. Αριστερά θα γύρναγα στον δρόμο που με βγάζει στο Kazanlak και από εκεί στο Troyan Pass και δεξιά θα μπορούσα να κυκλώσω το βουνό και να συνεχίσω Βόρεια. "Όλες τις διασταυρώσεις μέχρι τώρα τις πήρες δεξιά, γιατί να αλλάξεις τώρα;", μου μίλησε μέσα στο μυαλό μου ο άλλος μου εαυτός. Αυτός που ακόμη δεν είχε χορτάσει βόλτα. Δεν χρειάστηκα δεύτερη προτροπή και μπήκα δεξιά συνεχίζοντας την βόλτα μου μέχρι εκεί που θα χορτάσω. Το μάτι δεν χορταίνει ποτέ. Άλλωστε σε όλα τα ταξίδια μας αυτό που μας κάνει και ξεκινάμε είναι μια εικόνα που βλέπει το μάτι. Ένα ταξιδιωτικό φυλλάδιο, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, που μας δείχνει μια εξωτική παραλία με γαλαζοπράσινα νερά, και φοίνικες να φτάνουν μέχρι την ακροθαλασσιά πάνω στην χρυσή άμμο, είναι αυτό που θα μας κάνει να κλείσουμε ένα ταξίδι. Έχουμε διαγράψει όλες τις εικόνες που θα δούμε μέχρι εκείνη την στιγμή. Τα αεροδρόμια, τον κόσμο, τα ταξί, τα βιομηχανικά κτίρια και για εμάς ο προορισμός μας είναι αυτή η εικόνα. 




Το ταξίδι όμως με την μοτοσυκλέτα δεν είναι αυτό που θα σε πάει σε μια εικόνα. Ζεις μέσα σε όλες τις εικόνες μέχρι εκεί. Το μάτι γεμίζει διαδρομές, στάσεις, τοπία, ανθρώπους που αντάλλαξες μια κουβέντα, τις μυρωδιές του κάθε τόπου. Είναι μια εμπειρία ολοκληρωτική που ζεις κάθε εκατοστό που περνάς. Όταν αυτό το αποστειρώνεις κλεισμένος σε μια παρέα, σε έναν προορισμό που πρέπει να φτάσεις, αυτομάτως σβήνεις την εμπειρία. Σβήνεις το απρόοπτο και τελικά αυτό που σου μένει είναι δέκα είκοσι φωτογραφίες για το άλμπουμ των "κατορθωμάτων" σου στο κυνήγι των στείρων περιπετειών που σου πούλησε το ταξιδιωτικό μάρκετινγκ. Κάποια στιγμή ξυπνάς και καταλαβαίνεις πως οι φωτογραφίες σου αλλοιώνονται, ξεθωριάζουν. Ενώ αν δεν είσαι στην διαρκή αναζήτηση του τελειότερου ξενοδοχείου, του πιο γρήγορου δρόμου, της αναπαυτικότερης θέσης, του καλύτερου καφέ και του πλαστικού φαγητού που χωρίς αυτό δεν μπορείς να ζήσεις, καταλήγεις να δημιουργείς ομορφότερα χαμόγελα. Το μόνο που θέλεις είναι έρημους δρόμους, νυχτερινά ορεινά περάσματα, χωματόδρομους που δεν οδηγούν πουθενά και καταλήγεις να ξαναγυρνάς πίσω, άγνωστα σημεία που δεν τα δείχνει ο χάρτης ή το GPS.  Απλά τραβάς μια ρότα να δεις που βγάζει και αυτός ο δρόμος. Ακόμη και αν δεν βγάζει πουθενά, γεμίζει με φωτογραφικά κλικ το μυαλό σου για να κρατήσεις τις εικόνες αυτές μέσα σου, χωρίς να ξεθωριάζουν για εκείνες τις μέρες που δεν θα μπορείς να είσαι εκεί. 



 

Έτσι εξηγείται ενδεχομένως το παράξενο φαινόμενο να είναι ευκολότερο να βιώνουμε τα πολύτιμα στοιχεία ενός ταξιδιού μέσω της τέχνης ή της προσμονής παρά στην πραγματικότητα. Βλέπεις διαβάζοντας ένα βιβλίο φτιάχνεις στο μυαλό σου τις εικόνες όπως θέλεις εσύ. Κοιτάζεις τις λεπτομέρειες μια φωτογραφίας και σκέφτεσαι να ήμουν κι εγώ εκεί... Όταν όμως ταξιδεύουμε χάνουμε όλη διαδικασία με την αναζήτηση εκείνης της εικόνας. Θα μπορούσα να παρομοιάσω το παρών με ένα μακρύ φωτογραφικό φιλμ, από το οποίο η μνήμη και η φαντασία διαλέγουν συγκεκριμένα καρέ. Όταν ταξιδεύω θεωρώ τον εαυτό μου συλλέκτη στοιχείων. Να ανακαλύψω τα δικά μου μυστικά κρυμμένα, πέρα από ταξιδιωτικά φίλων, επωνύμων ταξιδευτών, τουριστικών οδηγών και φυσικά εμπειριών άλλων. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ταξιδευτή, ούτε εξερευνητή. Πιο πολύ θα έλεγα πως απλά ξεσκονίζω τις λεπτομέρειες κάθε τόπου κάθε φορά που τον επισκέπτομαι. Αυτό που ξέφυγε από την προηγούμενη φορά που ήμουν εδώ, αυτό που ξέφυγε από την παρέα που τρέχοντας το πέρασε Σημασία δεν έχει πιο μπαρ έχει την καλύτερη μπίρα για εμένα, ούτε που θα φάω το καλύτερο φαγητό. Σημασία έχει εκείνη η κρυμμένη λεπτομέρεια που κρύβεται στην άκρη του δρόμου με διαφορετική μορφή κάθε φορά. Εκείνη η μοναδική στιγμή που δεν θα υπάρξει ξανά. 

 

Περνώντας από Veliko Tarnovo, εκστασιάστηκα από την μοναδική ομορφιά αυτής της κωμόπολης. Ένα μεσαιωνικό χωριό χτισμένο στο ύψωμα με τον ποταμό Yantra να τον διαρρέει και το κάστρο ψηλά πίσω του να δεσπόζει. "Η Πόλη των Τσάρων" όπως την ονομάζουν μου κέντρισε το ενδιαφέρον γιατί φτάνοντας μου θύμισε το Μέτσοβο. Δεν σταμάτησα καθόλου να περιηγηθώ μέσα στους δρόμους της, αλλά έβαλα μια πινέζα. Το μέρος αυτό πρέπει να το επισκεφτώ ξανά και να το περπατήσω. Συνέχισα να κινούμαι Βόρεια μέχρι που είδα στα αριστερά μου κυλάει ο Δούναβης. Είχα φτάσει στην εσχατιά της Βουλγαρίας και ο Δούναβης με χώριζε από την γειτονική Ρουμανία. Μπήκα στο Ρούσε. Απέφυγα το κέντρο της πόλης με την κίνηση των αυτοκινήτων και κινήθηκα στο δυτικό κομμάτι της προς τον Δούναβη. Έφτασα σε ένα μικρό πάρκο και πάρκαρα την μοτοσυκλέτα. Άπλωσα την προίκα μου στο γρασίδι και κάθισα στον κορμό ενός δέντρου κοιτάζοντας το ποτάμι. Μπροστά μου ποταμόπλοια αραγμένα και αριστερά δεξιά μου κόσμος να ψαρεύει με καλάμια από τα κάγκελα που μας χώριζαν με το νερό. Είχα σταματήσει νωρίτερα για προμήθειες σε ένα μπακάλικο και έτσι αποφάσισα πως το γεύμα μου θα ήταν με θέα τον Δούναβη. Ψωμί, λίγο ζαμπόν, τυριά, ντομάτα και κάτι ντολμαδάκια που κουβαλούσα από την Αθήνα Το γεύμα το συνόδευε πορτοκαλάδα και για επιδόρπιο κάτι καραμέλες ζελεδάκια. Δεν το συγκρίνω με κανένα άλλο φαγητό που έφαγα. Δεν είναι η γεύση, το πόσα πλήρωσα στο ακριβό εστιατόριο, είναι ο συνδυασμός της στιγμής, με την γεύση του φαγητού και την θέα που είχα. Τον Δούναβη... 




Το ποτάμι που ξεκίνησε από τον Μέλανα Δρυμό της Γερμανίας, διέσχισε 2000 χλμ. και περνούσε από μπροστά μου για να συνεχίσει τον δρόμο του μέχρι τις εκβολές του στον Εύξεινο Πόντο. Τα νερά του κουβαλούν ευχές και όνειρα στα Γερμανικά, Κροατικά, Σέρβικα, Σλοβακικά, Ουγγρικά,  Ρουμάνικα και Βουλγάρικα. Όταν σκεφτείς και οπτικοποιήσεις από που ξεκίνησε και που πάει αυτός ο υδάτινος δρόμος της Ευρώπης, τρομάζεις. Σκέφτεσαι πάνω σε πόσες γέφυρες στάθηκαν ζευγάρια να ομολογήσουν τον έρωτα τους. Πόσοι πιτσιρικάδες πέταξαν τις πετονιές τους μέσα. Πόσοι εργάτες φόρτωσαν φορτηγά ποταμόπλοια. Κουβαλάει αυτός ο ποταμός την Ευρώπη ολόκληρη. Χτύπησε το τηλέφωνο μου και με έβγαλε από την ονειροπόληση μου. Κοίταξα την οθόνη, με έψαχναν από την Ελλάδα. Μίλησα λίγο με την γυναίκα μου, που ανησυχούσε για το που βρίσκομαι. Πήρα την μάνα μου τηλέφωνο, που το άγχος της ήταν αν έχω φάει. Ένιωσα τις σκέψεις τους, ένιωσα το νοιάξιμο τους. Η οικογένεια με καλούσε πίσω. Αυτό ήταν τελικά. Την στιγμή που θα κοιτάξεις πίσω είναι η ώρα που πρέπει να γυρίσεις. Αμφιταλαντεύτηκα για το αν θα κοιμηθώ εκεί ή αν πρέπει να γυρίσω. Πήρα την απόφαση να ξεκινήσω προς τα πίσω και αν κουραστώ να σταματήσω για ύπνο κάπου πιο κοντά στα σύνορα. Μοιράστηκα τα τελευταία ζελεδάκια με κάτι πιτσιρίκια που έπαιζαν γύρω μου σκεφτόμενος τον γιο μου ότι πρέπει να σταματήσω να του πάρω γλυκά από κάπου. 

 

Δεν μπορούσα όμως να αφήσω το Ρούσε έτσι. Χρωστούσα μια επίσκεψη στο κέντρο αυτής της πόλης και μια επίσκεψης στην Γέφυρα. Πολλοί την αποκαλούν μικρή Βιέννη, και κοιτάζοντας τα κτίρια στο κέντρο της πόλης μπορώ να καταλάβω γιατί. Όλη αυτή η μπαρόκ αρχιτεκτονική της δίνει ένα μεγαλείο διαφορετικό. Άλλωστε λόγω του λιμανιού της με το ποτάμι να την περνάει μπροστά της είναι φυσιολογικό να έχει πάρει ένα χρώμα πιο διεθνές. Το εμπόριο πάντα φέρνει χρήμα και πολυπολιτισμικότητα. Πάρκαρα πάνω στην Alexandrovska και ήπια καφέ στο διπλανό μπιστρό κοιτάζοντας τα αρχιτεκτονικά μνημεία τριγύρω μου.  Προσπάθησα να φανταστώ την πόλη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Έφτιαξα εικόνες και κόσμο να ζει μέσα στο μυαλό μου. Τελευταία στάση μου στο Ρούσε η Γέφυρα Φιλίας που ενώνει την Βουλγαρία με την Ρουμανία. Τράβηξα δυο φωτογραφίες και έδωσα υπόσχεση πως θα γυρίσω σύντομα. Δεν θα αφήσω να περάσει πάλι ο καιρός. 


Πήρα τον δρόμο της επιστροφής, απόγευμα πλέον αδιαφορώντας τελείως για τον δρόμο, τα χωριά που περνούσα, την πεδιάδα της Δυτικής Βουλγαρίας. Τετρακόσια χιλιόμετρα με χώριζαν από τα σύνορα και παρ' όλο που φωναχτά έλεγα πως θα σταματήσω για ύπνο κάπου στον δρόμο, μέσα μου ήξερα πως θα φτάσω πίσω. Πέρασα στην Stara Zagora χωρίς να σταμάτησω. Πέρασα το Haskovo το ίδιο και συνέχισα μέχρι που είδα το συνοριακό φυλάκιο. Τελειώνοντας τις διατυπώσεις σταμάτησα αμέσως μετά το φυλάκιο και έκατσα στο πεζοδρόμιο. Πήρα τηλέφωνο τους δικούς μου να τους πω πως ήμουν Ελλάδα και να μην ανησυχούν. Κοίταξα τον κόσμο τριγύρω μου να περνάει άλλοι με χαμόγελα ξεκινώντας το ταξίδι τους και άλλοι κουρασμένοι γυρνώντας από το ταξίδι τους. Για εμένα εδώ σε αυτό το πεζοδρόμιο είχε τελειώσει η βόλτα στην ψυχή μου. 




Η επόμενη μέρα, ήταν μέρα ξεκούρασης και συντήρησης ανθρώπου και μοτοσυκλέτας. Δεν σκεφτόμουν τίποτα απολύτως, δεν οργάνωνα τίποτα, δεν ήθελα να θυμάμαι της χτεσινή μέρα. Απλά απολάμβανα την περιποίηση της μάνας. Έλεγξα την μοτοσυκλέτα για τα τελευταία 600 χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι, τακτοποίησα τα πράγματα στις βαλίτσες. Δεν βιαζόμουν να φύγω, ήθελα να μείνω λίγο παραπάνω και έτσι όλα γίνονταν αργά. Το τελευταίο μου βράδυ στην Καβάλα βγήκα λίγο έξω από το χωριό και άραξα στην άκρη του δρόμου, μακριά από τα φώτα κοιτάζοντας τον ουρανό.  Από μικρός μου άρεσε να κοιτάζω τα άστρα. Θυμάμαι που μου έλεγαν πως δεν κάνει να τα μετράω γιατί θα βγάλω μυρμηγκιές. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ό,τι εγώ δεν τα κοίταζα για να τα μετρήσω, αλλά στο μυαλό μου σχεδίαζα ταξίδια. Σκεφτόμουν πως θα γίνει να φτάσω σε αυτά. Ήθελα να ταξιδέψω στο σύμπαν. Να βρω τα όρια του και να δω τι υπάρχει πέρα από αυτά. 




Στα αστέρια δεν ταξίδεψα. Το μέλλον που μου υπόσχονταν ο Άρθουρ Κλαρκ και ο Ισαάκ Ασίμωφ δεν ήρθε ποτέ. Έτσι κι εγώ, άρχισα να ψάχνω τα όρια τα δικά μου, πολλές φορές προσπαθώντας να σπάσω τους νόμους της φυσικής. Πάντα όμως έξω από τα όρια του κοινωνικά φυσιολογικού. Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος να είναι κρεμασμένος στα βράχια, να πετάει, να πέφτει στο κενό. 

Ανέβηκα σε βουνά, που με δυσκολία αναπνέεις. Δεν κατάφερα να ανέβω σε αυτά που δεν έχεις οξυγόνο για να ζήσεις. Βρέθηκα σε ρίζες γκρεμών και κρεμασμένος σε αυτούς να με βρίσκει η νύχτα. Χάθηκα σε δρόμους της Ανατολής, και παγωμένος στην άκρη του δρόμου να περιμένω τον ήλιο να ανηφορίσει. Ένιωσα κίνδυνο από ανθρώπους σε πόλεις και ζώα σε μοναχικές κατασκηνώσεις σε ξέφωτα του δάσους. 




Σε αυτό το μονοπάτι της αναζήτησης των Ορίων του δικού μου σύμπαντος, αγνοώντας τις απόψεις της κοινωνίας, τον χλευασμό των θεωρητικών, τον φόβο των βολεμένων, είχα πάντα συνοδοιπόρο μου τα αστέρια. Κοίταζα ψηλά και χανόμουν για λίγο σε αυτά μακριά από τα ανθρώπινα πάθη. Τα αστέρια μέχρι σήμερα είναι αυτά που κοιτώ και μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω. Αυτά τα αστέρια με κάνουν και ονειρεύομαι, αυτά μου δείχνουν τον δρόμο για τον επόμενο προορισμό. Εκεί δίπλα στα χωράφια φτιάχτηκε η ρότα για το επόμενο ταξίδι μου. Εκεί άρχισα να σκέφτομαι τον επόμενο προορισμό. Το μόνο που έμενε από την βόλτα αυτή που τελείωνε ήταν το πούρο της ολοκλήρωσης. Μια ρουτίνα που την κρατάω τα τελευταία 30 χρόνια. Λίγα χιλιόμετρα πριν φτάσω σπίτι, μια στάση να καπνίσω το "πούρο της ολοκλήρωσης"...στο μυαλό ήδη ταξιδεύω στο επόμενο. 

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ



Σε αυτό το ταξίδι για άλλη μια φορά με βοήθησαν η οικογένεια μου που ανέχεται τις παραξενιές μου, το Motohub με αναλώσιμα για την μοτοσυκλέτα και εξοπλισμό αναβάτη, το Toro Stickers για τα αυτοκόλλητα και φυσικά η BMW Motorrad Βαγιάνελης για το άψογο σέρβις στην μοτοσυκλέτα πριν το ταξίδι καθώς επίσης και όλους τους απαραίτητους ελέγχους.