Με τον πρώτο χτύπο από το ξυπνητήρι σηκώθηκα, με τον φόβο μην ξυπνήσω τους υπόλοιπους. Η χτεσινή μέρα ήταν η μέρα της μάνας και ήλπιζα να φύγω χωρίς να την ξυπνήσω. Πήρα τον εξοπλισμό μου στην βεράντα και άρχισα να ντύνομαι εκεί. Η ώρα ήταν 03:30 το βράδυ (δεν το λες πρωί αυτό). Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και η μητέρα μου στεκόταν εκεί. "Να ετοιμάσω πρωινό;", με ρωτάει με το γνωστό πλέον ύφος της ανησυχίας. "Όχι μαμά, δεν τρώω ποτέ πριν από το ταξίδι", της απάντησα και την κοίταξα να κάθεται σε μια καρέκλα στην βεράντα. Έσπρωξα την μοτοσυκλέτα μέχρι την πόρτα της αυλής για να μην βάλω μπροστά. και γύρισα να πάρω το κράνος. Με περίμενε ένας χυμός στο τραπέζι. Τον ήπια για να μην της χαλάσω το χατίρι Την φίλησα και πήγα προς την μοτοσυκλέτα. Ήταν έτοιμη φορτωμένη από το βράδυ και με περίμενε να πατήσω την μίζα της. Την ώρα που φορούσα το κράνος κοίταξα την μανά ξανά. "Τι ώρα θα γυρίσεις;", με ρώτησε....Τι να της πω; Πως δεν ξέρω που πάω και τι ώρα και αν θα γυρίσω; "Μην με περιμένετε, αν κουραστώ θα μείνω εκεί και θα γυρίσω αύριο. Μόλις σταματήσω θα σε πάρω τηλέφωνο για να ξέρεις ότι είμαι καλά", την καθησύχασα.



 

Οι ρόδες κυλούσαν στην Εθνική προς Δράμα και εγώ με ανοιχτή την ζελατίνα στο κράνος απολάμβανα τις πρωινές μυρωδιές του κάμπου. Σκοτάδι ακόμη τριγύρω μου και μόνος στον δρόμο, είναι αυτό που είχα ανάγκη για να ξεκινήσω την μέρα μου. Έστριψα δεξιά στην έξοδο της Προσοτσάνης και άρχισα να ανεβαίνω προς το Κάτω Νευροκόπι. Μετά την Πετρούσσα λες και τηλεμεταφέρθηκα σε έναν άλλο τόπο, από εκεί που χαιρόμουν για την πρωινή δροσιά, βρέθηκα σε μια πυκνή ομίχλη και κρύο. Ο ουρανός από πάνω ακόμη σκοτεινός και έκανε την ομίχλη να μοιάζει τρομαχτική. Σχεδόν δεν είδα την ταμπέλα για το Οχυρό της Δράμας και βρέθηκα μέσα στο χωριό του Νευροκοπίου χωρίς να το καταλάβω. Είναι τέλη Ιουνίου και όμως οι καμινάδες στα σπίτια δουλεύουν στο φουλ 

 



Το χωριό μόλις έχει αρχίσει και ξυπνάει και εγώ αποφασίζω πως δεν είναι το μέρος που θα πιω πρωινό καφέ και έτσι συνεχίζω φτάνοντας στο συνοριακό φυλάκιο της Εξοχής. Το μοναδικό όχημα εκείνη την ώρα είμαι εγώ με την μοτοσυκλέτα μου και νυσταγμένοι συνοριοφύλακες μου δίνουν την άδεια να περάσω. Περνώ μέσα από το τούνελ και είμαι πλέον στην Βουλγαρία. Τελειώνοντας τον συνοριακό έλεγχο στο μυαλό μου έρχεται το "Devil's Throat". Μόνο και μόνο από την ονομασία του, σε ιντριγκάρει. Δεν χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο από αυτή την απλή σκέψη για να ξεκλειδώσω την πυξίδα από τον Βορρά. Περνώ όσο πιο γρήγορα μπορώ τα πρώτα εντελώς αδιάφορα χωριά της Βουλγαρίας, να φύγω από τον κάμπο και να χωθώ στην μαγεία του δάσους και του βουνού. 



 

Μπαίνοντας στην Satovcha θυμήθηκα πόσο πολύ μ' αρέσουν οι πόλεις που τις διαρρέει ποταμός. Το ποτάμι δίνει ζωή στην πόλη. Αυτή η συνεχής κίνηση του νερού κάνει τον κόσμο να κινείται. Σταμάτησα στην πλατεία, όπου είδα και το πρώτο ξεχασμένο Σοβιετικό μνημείο, από την εποχή της Κομουνιστικής Βουλγαρίας. "Εδώ θα πιω τον καφέ μου", σκέφτηκα. Κατέβηκα από την μοτοσυκλέτα και κατευθύνθηκα προς το καφενείο κάτω από τον πλάτανο. Δεν ήταν σίγουρα το πιο μοδάτο, δεν ήταν το πιο όμορφο, είχε όμως την καλύτερη σκιά, και γι'αυτό απολάμβαναν τον καφέ τους τα γερόντια της μικρής κωμόπολης. Κάθισα σε ένα απόμερο τραπέζι με θέα το ποτάμι, και όταν η σερβιτόρα μου πήρε παραγγελία με ρώτησε από που είμαι. Μόλις μαθεύτηκε πως έρχομαι από την Ελλάδα, έφτασε ο καφές κερασμένος, μια κερασμένη πορτοκαλάδα, και ένα γεροντάκι πλησίασε. 



 

Στάθηκε δίπλα μου καμαρωτός έβγαλε το πορτοφόλι του. Από μέσα έβγαλε μια τσαλακωμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ένα ζευγάρι στα είκοσι του, να ποζάρουν μπροστά από την πλατεία που τώρα καθόμασταν πάνω σε μια Ural. Μου χαμογελούσε, το ίδιο και εγώ. Στην ψυχή ήταν ακόμη μοτοσυκλετιστής ακόμη και αν η ηλικία δεν τον άφηνε. Χαιρετηθήκαμε με νοήματα, και με καμάρι γύρισε στην παρέα του. Αυτή είναι η διαφορά μας από τα υπόλοιπα μέσα μετακίνησης. Εμείς μπορούμε να συνεννοηθούμε με δυο νοήματα και ένα χαμόγελο. Και πάντα θα έχουμε κάποιον τριγύρω μας που θα σκέφτεται για εμάς. Μακριά τις οθόνες και τα πληκτρολόγια, μακριά από τα άλμπουμ φωτογραφιών με "ταξιδιωτικά κατορθώματα", η πεμπτουσία του ταξιδιού είναι αυτή. Ότι όπου και αν σταθείς, θα βρεις έναν "αδερφό".



 

Συνέχισα πάνω στον 197 μπαίνοντας πλέον μέσα στον Δρυμό. Ανηφόριζα και έτσι όσο το υψόμετρο μεγάλωνε τόσο περισσότερο απολάμβανα την δροσιά του δάσους. Δεν είχα περισπασμούς πλέον. Οι σκέψεις μου ήταν στον δρόμο μπροστά μου. Βρισκόμουν σε αυτή την κόντρα ανάμεσα στον αναβάτη και τον προορισμό. Πέρασα εντελώς αδιάφορα το Dospat. Κοίταξα από μακριά μικρά τοξωτά πέτρινα γεφύρια χωρίς να σταματήσω. Το μυαλό μου είχε κλειδώσει στο φαράγγι. Έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια που έχω να περάσω από εδώ, οπότε δεν είμαι καθόλου σίγουρος τι θα συναντήσω. Είναι όπως το θυμάμαι; 

 





Μετά το Borino σταμάτησα δεξιά εντυπωσιασμένος από κάτι που φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να υπήρχε εκεί. Μια ξύλινη κατασκευή με σκάλα που σε ανέβαζε πάνω σε μια εξέδρα. Η φυσική μου περιέργεια ήταν τέτοια που δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάω. Είδα κάτι τζιπ αραγμένα στην άκρη του δρόμους και ρώτησα του οδηγούς. Μπορούσαν να με ανεβάσουν στο μνημείο με 10 Λέβα. Προτίμησα να πληρώσω τα 10 Λέβα και να συνεχίσω με την μοτοσυκλέτα. Ο ένας οδηγός ήταν εντουράς όπως μου είπε. Δεν άφησε να μου πάρουν λεφτά και μου έδωσε οδηγίες. Άλλος ένας αδερφός στον δρόμο μου. 

 



Μπήκα στον μικρό δρόμο δίπλα από το τζαμί που εξελίχτηκε σε χωματόδρομο και άρχισα να κινούμαι ανάμεσα στα δέντρα προς τα εκεί που είναι το θέαμα που είδα. Δεν χρειάστηκα παρά μόνο λίγα λεπτά "βατού" χωματόδρομου και έφτασα στην ξύλινη γέφυρα που με χώριζε από την σκάλα. Έσβησα την μοτοσυκλέτα και προχώρησα προς την σκάλα. Ανέβηκα στην εξέδρα και κοίταξα τριγύρω μου. Όποιος είχε αυτή την ιδέα ήταν μοναδικά ονειροπόλος. Συνέχισα να κοιτάζω το τοπίο. Έβλεπα τις κορφές τις Ροδόπης, Βόρεια αν το άστρο ήταν αναμμένο θα έβλεπα την κορφή Buzludzha. Έμεινα εκεί χωρίς να μπορώ να κουνηθώ. Μου είχε κοπεί η ανάσα από το μεγαλείο που αντίκριζα. Όλοι οι δρόμοι στα πόδια μου και εγώ απλά να ατενίζω το ανάγλυφο της περιοχής. 

 

 





Συνέχισα να κοιτάζω μαγεμένος την οροσειρά της Ροδόπης να ξεδιπλώνεται μπροστά μου. Γύρισα στην μοτοσυκλέτα μου και συνέχισα τον δρόμο μου. Με το που μπήκα στο Teshel κατάλαβα πως είχα φτάσει σε αυτό που έψαχνα. Άρχισα να μπαίνω σε ένα πραγματικά άγριο φαράγγι, που λίγο το είχε αγγίξει ο χρόνος από τις εικόνες που είχα στο μυαλό μου. Δεν είχε γίνει ακόμη ο τουριστικός προορισμός που θα γίνει μια μέρα. Έκοψα ταχύτητα για να μπορέσω να θαυμάσω το μεγαλείο της φύσης. Το ποτάμι να κυλάει στο πλάτος του δρόμου, τα βράχια να υψώνονται τριγύρω μου και να μου αφήνουν μια μικρή λωρίδα ουρανού. Δεν πήγαινα για το σπήλαιο, δεν πήγαινα για τα μαγαζιά, δεν πήγαινα για τις πέστροφες. Γύριζα στον τόπο αυτό για να χάσω την μιλιά μου ξανά από την φύση Έκατσα σε ένα ξέφωτο και έστειλα δυο τρία μηνύματα ότι είμαι καλά, ενώ η φωτογραφική μηχανή είχε πάρει φωτιά. 






Αυτή την μέρα δεν ήμουν στην ηρεμία του ταξιδιού. Συνεχώς κάτι με τράβαγε να προχωρήσω. Δεν με κράταγαν ούτε οι καταρράκτες, ούτε το φαράγγι, ούτε καν το κάστρο Horlog  που θα μπορούσα να αράξω για ένα καφέ. Φεύγοντας όμως ακριβώς εκεί που τελειώνει το Teshel είδα κρεμασμένο στο γκρεμό ένα μικρό καφέ. Κάτω από την βεράντα του το ποτάμι έλιωνε τα βράχια. Αποφάσισα να σταματήσω. Έφαγα ένα γερό πρωινό και φρόντισα να μάθω λίγο την ιστορία της περιοχής όπως επίσης και της σκάλας που ανέβηκα. Το παρατηρητήριο αυτό κατασκευάστηκε πριν περίπου 10 χρόνια. Η ιδέα ήρθε από την ρήση ενός μεγάλου Βουλγάρου ποιητή του Ivan Minchov Bazov που είχε πει "Όποιος δεν έχει δει την Ροδόπη δεν έχει δει την Βουλγαρία". Δεν είναι περίεργο άλλωστε πως το χωριό που βρίσκεται στην περιοχή με την ονομασία Gevren σημαίνει "Γη που έδωσε ο Ουρανός".  Ρώτησα να μάθω το όνομα του παρατηρητηρίου και μου είπαν κάτι με Λύκο, αλλά να πω την άλλη δεν πολυκατάλαβα. Ίσως γιατί το μυαλό μου ήταν ήδη στον δρόμο. Η ώρα είχε περάσει και εγώ είχα να διανύσω πολλά χιλιόμετρα ακόμη. 



 

Κινήθηκα πιο βόρεια, και ο δρόμος με βοηθούσε και με προκαλούσε να κινηθώ πιο σβέλτα. Ένας χορός μοτοσυκλέτας αναβάτη από στροφή σε στροφή. Οι ταχύτητα ανέβαινε συνεχώς και εγώ κυνηγούσα την επόμενη στροφή, μέχρι που εμφανίστηκε μπροστά μου η μεγάλη τεχνητή λίμνη στο Vacha. Με κέντρισε ο τρόπος που ήταν χτισμένα τα ξενοδοχεία στις όχθες της λίμνης, ο τρόπος που είχε αξιοποιηθεί αλλά περισσότερο ένα μνημείο που υπήρχε στην απέναντι όχθη Ήταν μια μεγάλη μονομπλόκ τσιμεντένια κατασκευή που δέσποζε πάνω από την λίμνη. Ψάχνοντας αργότερα αφού την φωτογράφισα αρκετές φορές, έμαθα πως λέγεται μνημείο Antonivanovtsi και ανεγέρθηκε προς τιμή του αποσπάσματος Anton Ivanov  και των 154 αντιφασιστών που δολοφονήθηκαν από αυτό, που δρούσαν στην περιοχή της Ροδόπης κατά την διάρκεια του αντάρτικου κινήματος στην Βουλγαρία. 



 

Μου έφτασε αυτή η πληροφορία για να με χώσει ξανά στον εσωτερικό μου κόσμο. Αυτόν μου με έβγαλαν τα τοπία, οι συζητήσεις με τους ντόπιους και η φύση. Τελικά τα μνημεία της φύσης και η δύναμη της είναι το μόνο που πραγματικά με συνεπαίρνει για να ξεφύγω από την εσωτερικότητα μου. Λίγο όμως να διαβάσω ή να μάθω κάτι για την ανθρώπινη φύση, με ξανακλείνει μέσα στις σκέψεις μου, προσπαθώντας να αποφύγω όλα τα άσχημα που μόνο ο άνθρωπος μπορεί να σου φέρει. Γιατί συνεχώς οι άνθρωποι θέλουν να χτίζουν καταστρέφοντας; Κυρίως χτίζουν το υπερμέγεθες εγώ τους, καταστρέφοντας φιλίες, σχέσεις, περιουσίες ακόμη και την φύση. Δεν τους νοιάζει τίποτα πλέον παρά μόνο το ΕΓΩ, και εμένα αυτό με απομακρύνει όλο και περισσότερο από αυτούς. Μάχες, πόλεμοι, κατακτήσεις, θάνατοι για ένα εγώ. Εγώ οδηγώ στα ψηλά βουνά ξανά, μόνος, κοιτάζοντας την χαμηλή βλάστηση και κοιτάζω τον κόσμο διαφορετικά. Κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου για μια τελευταία ματιά στην λίμνη και μπαίνω στο σκοτάδι του τούνελ. 



 

Καθώς η ζέστη είχε αρχίσει την γίνεται αισθητή πλέον, αφού κόντευε το μεσημέρι, άρχισε να νιώθω και τα πρώτα σημάδια σωματικής κούρασης. Το πνεύμα αντέχει, αλλά όσο περνούν τα χρόνια το σώμα αρνείται να συνεχίσει στους ίδιους ρυθμούς. Σου δίνει τσιμπιές πόνου να θυμάσαι όλα όσα το έχεις αναγκάσει να περάσει σε αυτά τα χρόνια. Όλη την κακομεταχείριση που του έκανες. Άλλα όσο και αν το σώμα παραπονιέται, όλα αυτά που έκανες ήταν και είναι αυτά που σε κράτησαν ζωντανό. Όλες τις φορές που βγήκες έξω από τις φόρμες σου για να κάνεις κάτι που οι άλλοι πίστευαν ότι δεν θα τα καταφέρεις. Όλες οι φορές που σε βρήκε το ξημέρωμα να ακούς μουσική απολαμβάνοντας την ανατολή του ήλιου. Σε κράτησε ζωντανό το ότι συνέχισες να πιστεύεις σε αυτό που οι υπόλοιποι λένε αδύνατο.  "Η συνήθεια ρε φιλέ, αυτό είναι που σε σκοτώνει", σκέφτηκα φωναχτά μέσα στο κράνος. Ευτυχώς γλίτωσα από από αυτή τις περισσότερες φορές. Βλέπεις η συνήθεια είναι μια από τις Σειρήνες που με το τραγούδι τους σε καλούν... αλλά μετά δεν μπορείς να φύγεις. Έκλεισα τα αφτιά μου σε αυτή την Σειρήνα, δεν την άφησα να με κρατήσει. Δεν χρειάστηκα ποτέ να δω τους ίδιους ανθρώπους, να κάνω τα ίδια πράγματα για να νιώσω ολοκληρωμένος ή χαρούμενος.




Έχω σταματήσει σε ένα βενζινάδικο, έξω από την Φιλιππούπολη για ανεφοδιασμό, και άραξα στην σκιά ενός δέντρου για να ξεκουραστώ λίγο. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά για να έρθει ο πιτσιρικάς από το βενζινάδικο με δυο καρέκλες και δυο αναψυκτικά στο χέρι. Έκατσε μαζί μου και σε μισά Αγγλικά, μισά Ελληνικά μου έλεγε πόσο θέλει όταν μεγαλώσει να κάνει το ίδιο. Να παίρνει την μηχανή του και να φεύγει...Με ρώτησε για που έχω προορισμό, και δεν ήξερα τι να του απαντήσω για να μην με περάσει για τρελό και φοβηθεί. "Πάω στην κορφή Buzludzha", του είπα και με κοίταξε με χαμόγελο. Ντύθηκα για να ξεκινήσω. Η Πυξίδα μου παρέμεινα Βόρεια κλειδωμένη, και σε εμένα καρφώθηκε στο μυαλό η επόμενη στάση μου...άλλωστε τις πεδιάδες θα τις πέρναγα για να ξανασκαρφαλώσω στα βουνά. 



 

Δεν με πείραζε ούτε η κίνηση που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή, ούτε καν που χάθηκα επειδή ο δρόμος που ήθελα να στρίψω ήταν κλειστός. Απλά συνέχιζα με σκοπό να βρω το δικό μου αστέρι. Πέρασα μέσα από τo Kazanlak χωρίς να του δώσω σημασία, παρόλο που επειδή ήμουν αρκετά βόρεια κρατάει μέχρι σήμερα το χρώμα του Ανατολικού Μποκ που τόσο ζητούσα. Άλλωστε αυτά τα Σοβιετικά μνημεία που ψάχνω τα συνάντησα πολλές φορές μέσα στην μέρα. Αυτό όμως το ότι εγώ κατευθύνομαι κάπου, χωρίς την άνεση χρόνου να απολαύσω τα πάντα, μου θυμίζει ότι ακριβώς αποφεύγω τόσα χρόνια. Το "αποστειρωμένο ταξίδι". Το απόλυτα προγραμματισμένο, την "περιπέτεια" μέσα από την ασφάλεια του ταξιδιωτικού γραφείου που υπόσχεται μοναδικές εμπειρίες. Τα τυπωμένα roadbook και την προσήλωση στον στόχο. Τα πρέπει ταξιδιωτικά και μη. "Μην αγχώνεσαι, επειδή έχει ζέστη συνεχίζεις", είπα στον εαυτό μου. Έφτασα στην στροφή για κορυφή και έβλεπα από μακριά τον πύργο με το αστέρι. Χαμογέλασα για πολλούς λόγους...όλους αυτούς που με έφεραν μέχρι εδώ. 

 

 ...ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ