"Ρε μήπως έκανα μαλακία που πρότεινα για βόλτα;". Όλη την εβδομάδα αυτό ακριβώς σκεφτόμουν "Αφού ρε μαλακά είσαι μυστήριο τρένο και υπάρχουν στιγμές που δεν συμπαθείς ούτε την φάτσα σου, τι θέλεις να πας με όλους αυτούς;". Το άγχος τεράστιο...Βάλε και κάτι ιντερνετικούς "τσαμπουκάδες", δυο τρία μετρήματα ποιος την έχει πιο μεγάλη, ένα "Εγώ παλιά...", δεν θέλει πολύ για να ξενερώσεις. "Να σου πω, εσύ το πρότεινες, όποιος θέλει έρχεται, όποιος δεν θέλει δεν έρχεται, σε όποιον αρέσει, στην τελική στ'αρχιδιά σου", σκέφτηκα και άρχισα να επικοινωνώ αργά την νύχτα με άτομα που τελευταία στιγμή αποφάσισαν να έρθουν. 

Πρωινό στο Σταθμό 14, οι κλασικοί γέροι που ξυπνούν νωρίς είναι ήδη εκεί. Μια ακόμη παρέα μηχανόβιων κάθεται παραδίπλα. "Καλημέρα", τους φωνάζω, και χαιρετώ με το χέρι. Με κοιτούν με το γνωστό βλέμμα "Ποιος είναι ο μαλάκας;" και συνεχίζουν την συζήτηση του, χωρίς να χαιρετήσουν. Πολύ πρωί έχω καλέσει στην Τροχαία Αυτοκινητοδρόμων, έχω ενημερωθεί για αυξημένη κίνηση σε όλη την διαδρομή. Συζήτηση με τους δικούς μου και απόφαση να το πάμε όλο από Αυτοκινητόδρομο, χωρίς Παλιά Εθνική. Βαρετά μεν, ασφαλέστερο δε. Σημασία στο μυαλό μου είναι όσοι φύγουμε τόσοι να γυρίσουμε, χωρίς παρατράγουδα. Σκέφτομαι τον κάθε παππού με τα εγγόνια του που θα ψάχνει να παρκάρει για να τα πάει παραλία χωρίς να κοιτάξει πίσω του. 

Αφήνουμε μια προπόρεια στις μικρές μοτοσυκλέτες 20 λεπτών και ξεκινάμε. Την ώρα εκείνη εμφανίζεται ως από μηχανής θεός ο Παναγιώτης. Είχαμε αποφασίσει να πηγαίνουμε λίγο πιο σιγά για να μας προλάβει αφού είχε στείλει μήνυμα ότι θα καθυστερήσει. Η διαδρομή ως τα ΣΕΑ Βέλου, μονότονη εκτός από ένα τρακάρισμα Νταλίκας με ΙΧ λίγο πριν την Κόρινθο. Έχουμε φτάσει στο Βέλο, συναντιόμαστε και με τον Γιώργο από την Κόρινθο, και συνεχίζουμε προς Ακράτα. Των μυαλό όλων να τελειώσει η Εθνική Οδός να μπούμε Επαρχιακό Δίκτυο. Στην πλατεία μας περιμένει ο Στάθης από την Πάτρα χαμογελαστός και τον περιμένουμε στο φανάρι για να ανηφορίσουμε όλοι μαζί. 




To ανέβασμα προς τον Χελμό αργό απολαμβάνοντας την φύση, αριστερά μας γκρεμισμένες πλαγιές από κατολισθήσεις και δεξιά η χαράδρα, Ανηφόρα και η λίμνη να παίζει κρυφτό με εμάς. Μια στιγμή να φαίνεται μια γωνία της και μετά κρυμμένη ξανά. Δεξιά κατηφορίζουμε προς τον περιμετρικό δρόμο της λίμνης, άσφαλτος πλέον, και μηχανήματα να στρώσουν συνεχώς νέα. Ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες, καφέ, να χαλάνε την μαγεία της κρυμμένης λίμνης. Είχα υποσχεθεί στον Κυριακό πως δεν θα πατήσουμε χώμα καθόλου. Από την στιγμή που έδινα την υπόσχεση, ήξερα πως είναι ψέμα και ενώ οι ρόδες μου κυλούν πλέον στον πατημένο χωματόδρομο σκέφτομαι τις πιθανές δικαιολογίες. 



Ήδη ακούω το τέρας να βρίζει μέσα από το κράνος και ας είναι 11 μηχανές πιο πίσω. Φτάνουμε στο τελείωμα και εκεί έχει μια κατηφορική αριστερή φουρκέτα και στα καπάκια μια δεξιά κατηφορική στροφή για να φτάσουμε στο "πάρκινγκ" της "παραλίας"...και ο δεύτερος από μηχανής θεός της ημέρας, ο Χρήστος με το Ducati μας περιμένει εκεί. Λέω δεν μπορεί, θα δει το τέρας το Ducati σκονισμένο θα με συγχωρήσει. Βγάζει το κράνος του και με κοιτάζει με το γνωστό βλέμμα που σε κάνει να τρέχει κρύος ιδρώτας στην ραχοκοκαλιά σου. Του χαμογελάω...μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπο του...ξέρω πως την γλίτωσα (τουλάχιστον προς στιγμή).

 

Λίγο το πράσινο της φύσης, λίγο το γαλαζοπράσινο της λίμνης, τα πνεύματα ηρέμησαν. Βοήθησε και η άφιξη του τρίτου από μηχανής θεού, του Νίκου από την Καλαμάτα, που είχε εκλεκτά γλυκίσματα, τα οποία τεχνηέντως τα άφησε μπροστά στον Κυριακό. Ο Γιάννης με την οικογένεια του έφτασαν με αυτοκίνητο. Γεμίσαμε όλο το μαγαζί. Κουβέντες, γέλια, πειράγματα, οι δυο νέοι στην παρέα προσαρμόστηκαν αμέσως και έδεσαν μαζί μας με τον καλύτερο τρόπο. 

 

Έψαχνα τριγύρω να αναγνωρίσω παλιά σημεία, μέρη που έχω φωτογραφηθεί, σημεία που έχω κατασκηνώσει, δέντρα που σκαρφάλωσα...όλα αλλαγμένα. Κάποια τα γνώρισα, κάποια όχι. Εγώ όμως εκεί δεν ανέβηκα ούτε για την βόλτα, ούτε για την οδήγηση, ούτε καν για την παρέα (παρ'όλο που περνάω πάντα καλά με αυτή την παρέα, έχω και τους δικούς μου κρυφούς δαίμονες που με κυνηγούν). Άφησα την ομήγυρη να γελάει και να φωτογραφίζεται και κατηφόρισα προς την λίμνη. Εγώ ήρθα για να κάνω μια βουτιά στα δροσερά νερά της. Ακούμπησα τα ρούχα στο βραχάκι και βούτηξα ανάμεσα σε ένα κοπάδι κεφαλόπουλα που σκόρπισαν τρομαγμένα. Με ακολούθησε η κόρη μου, αυτό το παιδί πάντα σκιά μου. "Αφού μπήκε ο μπαμπάς τότε είναι σίγουρο να μπω και εγώ. 

 

Η παρέα κατηφόρισε προς την λίμνη, δεύτερος γύρος χαβαλές, φωτογραφίες. Οι σκοτούρες της δουλειάς, η κούραση των ημερών, η ζέστη στο σώμα και στον εγκέφαλο μας έχουν εξαφανιστεί τελείως. Ήδη το μυαλό μου σκέφτεται την συνέχεια. Έχουμε βγει από την λίμνη, οι κοιλιές στην πλάτη από 21 άτομα και το μόνο που σκεφτόμαστε είναι το φαγητό. Ο Κυριακός και ο Δημήτρης φεύγουν προς Αθήνα μαζί με τον Γιάννη με το αυτοκίνητο, λόγω υποχρεώσεων. Οι υπόλοιποι ντυνόμαστε για την συνέχεια. 

 


 

Ανασυγκρότηση εκεί που ξεκινάει η άσφαλτος, και ανηφορίζουμε το βουνό, με κατεύθυνση Νότια προς την Ζαρούχλα, και από εκεί Δυτικά προς την κορυφή της Νεραιδοράχης. Το τοπίο μαγευτικό, και σου κόβει την ανάσα όταν κοιτάζεις μέσα στο φαράγγι το υψόμετρο που έχεις ανεβεί, ενώ ταυτόχρονα ο δρόμος συνεχίζει να είναι ανηφορικός. Στάση στο ψηλότερο σημείο, κάτω από την κεραία, δυτικά και ψηλότερα του χιονοδρομικού. Το τοπίο σε ανταμείβει κοιτώντας τις ψηλές κορφές τριγύρω, τον φιδωτό δρόμο που ανέβηκες και το ελατόδασος χαμηλότερα από εσένα. 

Γρήγορο πέρασμα από τα Καλάβρυτα, εντελώς διεκπεραιωτικά, και συνεχίζουμε για την Πλατανιώτισσα να αράξουμε στο ποτάμι...και εδώ δράση έχει ο τέταρτος από μηχανής θεός, ο Στέλιος, που μας σύστησε την παρακείμενη ταβέρνα. Με την πείνα που είχαμε όλα θα μας φαίνονταν νόστιμα αλλά εκεί ήταν κιόλας. Κόκορες κρασάτοι, γίδες βραστές, και κότσια χοιρινά προσγειώθηκαν στο τραπέζι. Σαλάτες του χωριού, μελιτζάνες στο φούρνο με τυριά (όπως της μαμάς) και στιφάδο μανιτάρια ήταν ή συνοδεία τους. Δεν έμεινε τίποτα όπως ήταν φυσικό ούτε φυσικά από τις καρυδόπιτες και τα γλυκά κουταλιού που έσκασαν αμέσως μετά. 

Η επιστροφή ήταν ανοιχτή και ο καθένας μόνος του. Άλλος ήθελε λίγη περισσότερη περιήγηση, άλλος να φύγει γρήγορα για την βάση του, άλλος να αράξει λίγο ακόμη στην ταβέρνα. Εγώ πήρα τον δρόμο που πήγαινε παράλληλα με τον ρέμα του Κερυνίτη, ενθυμούμενος το προηγούμενο μου πέρασμα από εκεί. Χωμάτινο ήταν, και άφησα κομμάτια μου εκεί, αφού γύρισα με σπασμένο αγκώνα και πόδι μέχρι την Αθήνα. Παράσημα του παρελθόντος που τώρα καμαρώνουμε. Η Ναυσικά από πίσω μου, για άλλη μια φορά άξιος συναναβάτης. 



Οι σκέψεις με γεμίζουν στην Εθνική Οδό. Γιατί καβαλάω μετά από τόσα χρόνια; Γιατί γυρίζω σε μέρη που έχω δει; Τι είναι αυτό που με κάνει να ψάχνω διαδρομές γνωστές και άγνωστες στα ψηλά βουνά; Τελικά μόνος ή με παρέα; Για κάποιο λόγο, που τελικά τον κατάλαβα, έχω τριγύρω μου "γκρίνια". Όχι με την κλασική μορφή γκρίνιας που έχουμε συνηθίσει, άλλου είδους. Οι παλιές μηχανές είναι καλύτερες. Παλιά τα πράγματα ήταν καλύτερα. Όταν παλιά καβαλούσαμε οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Εμείς πονέσαμε τις μηχανές μας και τα σίδερα μας. 


Έχουν δίκιο αν το δεις από την σκοπιά τους τελικά. Οι Άγγλοι λένε "You can't teach an old dog new tricks" και η συνήθεια είναι η ασφαλέστερη οδός. Το να έχεις βολευτεί μέσα στις γνωστές σου συνήθειες, στα γνωστά σου μηχανολογικά. Στα παλιά σου ρούχα που ακόμη αντέχουν. Έχω τριγύρω μου ανθρώπους συνομήλικους, τριγύρω από τα πενήντα. Δεν θέλουν να πιστέψουν πως πλέον δεν αντέχουν, δεν θέλουν να παραιτηθούν και αυτό είναι το καλύτερο. Άρα φταίνε οι καινούργιες μηχανές. Φταίνε οι καινούργιες συνθήκες, τα περισσότερα αυτοκίνητα. Μπορεί να χόρτασαν εικόνες, διαδρομές, οπότε τώρα όλα είναι βαρετά. 

 



Εγώ καβαλάω γιατί ακόμη ψάχνω αυτό που δεν βρήκα. Μπορεί να μεγάλωσα, μπορεί οι ώμοι να γείραν μπροστά και τα μαλλιά να γκριζάρισαν. Μπορεί να πονούν τα κόκαλα και η μέση να κουράζεται ευκολότερα σε λιγότερα χιλιόμετρα. Μπορεί να χρειάζομαι μια στάση παραπάνω...αλλά ακόμη ψάχνω. Με περισσότερη ταλαιπωρία μεν, αλλά ψάχνω αυτό που δεν βρήκα στην εφηβεία μου. Περιπλανιέμαι στους δρόμους, αναζητώντας την στιγμή που έχασα, και όσο έχω ακόμη ψυχικά αποθέματα και χώρο στο σκληρό δίσκο του μυαλού θα γεμίζω εικόνες. Έγινα πιο περίεργος; Ναι, έγινα πιο απαιτητικός στα θέλω μου και στα πόσα ανέχομαι ή όχι. Μπορώ να ανεχτώ την παρέα; Ως ένα σημείο ναι, μετά θέλω να συνεχίσω την μοναχική μου αναζήτηση. Θέλω να μεταδώσω την εμπειρία μου; Ναι σε όποιον θέλει, σε κανέναν με το ζόρι. Θέλω να κερδίσω από αυτό; Ναι, την χαρά στο χαμόγελο του άλλου και μόνο. Στην ματιά του που μου λέει "περνάμε υπέροχα". 

 

Θα συνεχίσω να καβαλώ, περισσότερο μόνος, γιατί αυτή είναι η ψυχοθεραπεία μου. Η ενδοσκόπηση στο μυαλό μου, η συζήτηση με τον εαυτό μου. Η μελέτη της διαδρομής μου από που έρχομαι και να σχεδιάζω το που θα πάει αυτή η διαδρομή. Και με παρέα όμως. Με συμβιβασμούς στα θέλω, στα πρέπει, γιατί έχει γέλιο, έχει συντροφικότητα, έχει μεγάλους και μικρούς. Έχει αυτό που ψάχνουμε συνεχώς...τι είναι αυτό που μας ενώνει. Γιατί στην τελική μπορεί τα αρνητικά συναισθήματα και αναμνήσεις στην ζωή μας να είναι ισχυρότερα, μπορεί να έχουμε περάσει κάποιοι δύσκολα, άλλοι δυσκολότερα, αλλά αυτά που αξίζει να θυμόμαστε, να μιλάμε, και να αναζητούμε είναι οι ευχάριστες στιγμές ανάμεσα στις δυσκολίες. Όπως στα album φωτογραφιών διαλέγαμε και βάζαμε τις καλύτερες φωτογραφίες, έτσι και στο μυαλό μας κρατάμε τις καλύτερες στιγμές μας που μας κάνει να χαμογελάμε όταν έρχονται στην επιφάνεια. Αλλιώς έχουμε τρόπους να χαλαστούμε πολλούς. 

Δεν είμαι συγγραφέας. Ενας μεσήλικας είμαι που αναμασώ βιωματικές καταστάσεις στο πληκτρολόγιο μου, χρησιμοποιώντας όμορφες λέξεις, ή και μερικές φορές την γλώσσα του δρόμου. Αυτό δεν με κάνει συγγραφέα, και δεν θα με κάνει ποτέ. Μπορεί να μεταφέρω συναισθήματα, αλλά συγγραφέα δεν με κάνει. Οπότε όποιος χαλιέται, από αυτά που γράφω, τον τρόπο που τα γράφω, απλά προσπερνάει. Άλλωστε αυτό δεν γίνεται για εσένα που θα το διαβάσεις αλλά για την ανάγκη μου να το γράψω.