ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ


Μου έκαναν παράπονα πως έχω καιρό να γράψω, αλλά να γράψω τι; Όταν κάθε μέρα βλέπεις την ίδια διαδρομή, περνάς από τους ίδιους δρόμους, τις ίδιες ώρες, σχεδόν βλέπεις τα ίδια αυτοκίνητα τι εικόνες είναι αυτές που θα σου δημιουργήσουν τις σκέψεις για να γράψεις; Ποια τα ερεθίσματα του μυαλού για να βγάλεις ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί; Στην τελική όταν γράφεις για να το διαβάσουν, φρόντισε ρε άνθρωπε να γράψεις κάτι αξιόλογο. Να κάνεις τον αναγνώστη να σκεφτεί λίγο έξω από τα κουτιά, να αφήσεις μερικές αναμνήσεις, να τον κάνεις να γελάσει. Θυμάμαι που όταν έπρεπε κάθε Δευτέρα να παραδώσω την στήλη μου το άγχος μου αν θα βρω μια εικόνα, μια μόνο, που να δημιουργήσει αυτό το ερέθισμα.




Ζήλεψα ρε μαλάκα, ναι ζήλεψα. Ταπεινό διήμερο με φίλους ό ένας, ξεμούδιασμα με 400 χιλιόμετρα ο άλλος, Βάλια Κάλντα τριήμερο σκηνάκια ο τρίτος. Πάμε διήμερο στην Μάνη έγραφε ο άλλος, και ένας ακόμη διάβαινε τους εγκαταλελειμμένους δρόμους της Ελλάδας. Άνθρωπος είμαι και εγώ και ζήλεψα. Δέκα χρόνια, βγάλε τα δυο που ταλαιπωρούμουν με τα συνεργεία, η μηχανή είχε γίνει παπάκι για την κίνηση στην πόλη, ταξίδι μόνο για δουλειά, και αυτό με την ψυχή στο στόμα. Από βόλτα τίποτα, εκτός από τίποτα κοντινές. Δέκα χρόνια με τις ανάγκες των άλλων και τις ανάγκες της δουλειάς. Άνθρωπος είμαι, πόσο ακόμη θα μετράω τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο. Δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολο και εγώ να μένω στην απ' έξω Κάτι κάνω λάθος.

Τετάρτη πρωί με παίρνει συνεργάτης τηλέφωνο για ραντεβού Παρασκευή στην Αρχαία Κόρινθο. Κατευθείαν κλείνω ραντεβού με άλλον συνεργάτη στην Πάτρα και στο μυαλό μου ήδη σχεδιάζω διαδρομές. Μέχρι το μεσημέρι έχω αλλάξει γνώμη και σκέφτομαι θα πάω μια γρήγορη μέχρι την Πάτρα να είμαι πίσω νωρίς το μεσημέρι γιατί με περιμένουν υποχρεώσεις. Το βράδυ σκεφτόμουν να ακυρώσω το ραντεβού στην Πάτρα και να το κάνω μέσω internet. Πέμπτη μεσημέρι ήδη μου έχουν φορτωθεί ραντεβού για την Παρασκευή το απόγευμα. Υποχρεώσεις οικογενειακές και άλλα πολλά. Ήμουν σίγουρος πως θα γυρίσω πίσω γιατί δεν προλαβαίνω με τίποτα


Παρασκευή πρωί βγαίνοντας από το γκαράζ, 500 μέτρα πιο κάτω σπασμένος αγωγός νερού, πλημμυρισμένος ο δρόμος και ένα αυτοκίνητο πεσμένο μέσα σε μια τάφρο. Σημάδια σκέφτομαι που μου λένε πως οι οιωνοί δεν είναι μαζί μου. Βενζίνη, έλεγχος πιέσεων στα λάστιχα και μπαίνω βαριεστημένα στην Αττική Οδό. Αν βαριέμαι κάτι είναι ο αυτοκινητόδρομος. Μια ευθεία και εγώ με 140 στην δεξιά να περιμένω να τελειώσει. Μέχρι την Κόρινθο είχα βαρεθεί την ζωή μου και ήδη σκεφτόμουν πως αυτά τα 90 χιλιόμετρα θα πρέπει να τα κάνω προς τα πίσω. Ξεφύσαγα μέσα στο κράνος και βαριόμουν την ζωή μου. 

Μιλάμε για δουλειά και εγώ κοιτάζω τα βουνά στο βάθος. Θυμάμαι το 2008 στο 36ωρο νύχτα πλέον και λίγο πριν το τερματισμό να πηγαίνουμε με όσα στον έρημο δρόμο από το Λεβίδι προς την Νεμέα ψάχνοντας ΜΙΑ ΤΑΜΠΕΛΑ. Μια ταμπέλα για να την φωτογραφήσουμε. Η τελευταία φωτογραφία από ένα 36ωρο 2500 χιλιομέτρων, με πολύ γέλιο που 13 χρόνια μετά ακόμη η παρέα το συζητάμε και γελάμε.




Καβάλα ξανά στην μηχανή και βγαίνω από Αρχαία Κόρινθο φτάνοντας στο φανάρι. Ευθεία Εθνική Οδός για Αθήνα, αριστερά Εθνική Οδός για Πάτρα, δεξιά παλιά εθνική για Άργος. Πρώτη κουμπωμένη και το μάτι ευθεία. "Μην το σκέφτεσαι ρε μαλάκα, δεν προλαβαίνεις", έλεγε το αγγελούδι στο δεξί μου αφτί. "Στρίψε δεξιά και πήγαινε μια κοντινή", μου έλεγε το διαβολάκι στο αριστερό μου. Πόσες φορές δεν σας έχουν πιάσει σκέψεις στα τριάντα δευτερόλεπτα ενός φαναριού; "Και δεν πάμε μέχρι το Άργος να δούμε και εκείνον τον πελάτη;". Τελικά η λογική υπερίσχυσε και ξεκίνησα για να γυρίσω Αθήνα. Άλλωστε είχε περάσει η ώρα, ήταν ήδη 10:00 και δεν θα προλάβαινα τίποτα. Μέχρι την μέση της διασταύρωσης πήγαινα για Αθήνα, εκεί αλλάζω πορεία και στρίβω δεξιά προς Άργος. 10:30 θα είμαι Άργος, θα πιω ένα καφέ, 11:00 θα ξεκινήσω 12:30 θα είμαι Αθήνα. Θα προλάβω να κάνω τα πάντα.

Κινούμαι χαλαρά στην παλιά Εθνική περνώντας μέσα από χωριά, κοιτάζοντας τον κόσμο να φεύγει πίσω μου και να μην μένει τίποτα ούτε στο μυαλό μου, ούτε στον σκληρό των αναμνήσεων. Για άγνωστο για εμένα λόγο, που ούτε έχω καταλάβει πως έγινε, με το που βλέπω την ταμπέλα ΝΕΜΕΑ, στρίβω δεξιά προς την κατεύθυνση του χωριού. Θέλεις να ήταν η ανάμνηση της ταμπέλας που ψάχναμε εκείνη την νύχτα; Θέλεις να ήταν αντανακλαστικό ή μήπως κάποιους από τους αρχαίους θεούς με καθοδηγούσε σε άλλα μονοπάτια που εγώ δεν γνώριζα ακόμη; Πέρασα μέσα από την Νεμέα εντελώς αδιάφορα σαν να μην υπήρχε καθόλου συνεχίζοντας προς Στυμφαλία. Ήθελα να δω νερό. "Ποιο νερό ρε βλάκα;", μονολόγησα μέσα από το κράνος καθώς επέστρεφα στην πραγματικότητα. Νερό έχει να δει αυτή η λίμνη από την εποχή του Ηρακλή.

Εγώ όμως ήθελα λίμνη. Μην υποσχεθείς σε μωρό και σε τρελό κάτι. Περνάω το Απελευρο όρος από την βόρεια μεριά του και την λίμνη που ψάχνω την έχω ήδη στο μυαλό μου. Θα πάω στον Φενεό. Δυο ολόκληρα χρόνια έχω να την επισκεφτώ αφού πέρσι λόγω καραντίνας δεν βγήκα καθόλου. Βγαίνω στον Επαρχιακό δρόμο Κιάτου-Βιτύνας και ανηφορίζω στο υπέροχο στροφιλικι στην Νότια πλευρά του Όρους Κυλλήνη. Κινούμαι μέσα σε ένα υπέροχο δάσος ενώ ψηλά βλέπω τις ξερές κορφές. Περνάω παντελώς αδιάφορα, αφού το μυαλό μου είναι στο εκκλησάκι μέσα στην λίμνη του Φενεού, τα χωριά Μοσιά, Μεσινό, Γκούρα και στρίβω αριστερά προς τον Φενεό. Ήδη η λίμνη είναι μπροστά μου και περνάω πάνω από το φράγμα να κάνω τον κύκλο της λίμνης μέχρι το εκκλησάκι στην άλλη μεριά. Με έχει παραξενέψει πως δεν βλέπω άλλα αυτοκίνητα και κόσμο...και τότε θυμάμαι. Είναι Παρασκευή, ο κόσμος δουλεύει και εσύ άχρηστε κάνεις βόλτες στα βουνά και στις λίμνες.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 

Είμαι αραχτός στην όχθη της λίμνης, καθισμένος στο χώμα, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. "Δεν πα να γαμηθούν όλα;", σκέφτομαι. "Δεν την παλεύω άλλο να τρέχω. Θα αράξω εδώ θα κάνω το τσιγάρο μου και δεν γυρνάω πίσω". Κάνω και δεύτερο και σκέφτομαι προς τα που να κινηθώ μετά. "Στην βρύση στην Κλειτορία", σκέφτομαι. "Αυτό είναι. Στην βρύση στην Κλειτορία και να τραβήξω την ίδια φωτογραφία όπως πριν 15 χρόνια. Θα την στείλω στην Χρήστο και στον Γιώργο που είναι στην δουλειά να ζηλέψουν". Μαζεύω τις σβησμένες γόπες μου σε ένα σακουλάκι, και κατευθύνομαι προς την μηχανή.

Κάνω ένα μεγάλο γύρο και περνάω από την Αρχαία Φενεό. Δεν κόβω δρόμο από την Αρχαία Φενεό προς τα Λυκουριά αλλά κατηφορίζω τον ίδιο δρόμο για να περάσω πάνω από την Ράχη του ΌρουςΚυλλήνη ξανά και να βγω στον δρόμο προς Λεβίδι. Έρημος δρόμος μέσα σε πυκνό ελατόδασος. Είναι λες και όλος ο κόσμος είναι δικός μου. Δεν είμαι πλέον καλυμμένος από σκουπίδια των social media, από ερωτικές πόζες νεαρών σε παραλίες. Δεν υπάρχει ίχνος σκέψης των υποχρεώσεων, και παρόλο που κινούμαι πάνω σε γνωστούς και χιλιοπερασμένους δρόμους, νιώθω εξερευνητής. Δέκα χρόνια είναι αυτά. Δεν ξεπλένονται τόσο εύκολα οι βρομιές των αμαρτιών μια δεκαετίας. Βγαίνω από την ράχη και χαζεύω στο βάθος την Κανδήλα.



Χωρίς δεύτερη σκέψη, μπαίνω στο χωριό και κάθομαι στο καφενείο απέναντι από το πετρόχτιστο σχολείο. Αράζω στην σκιά του αιωνόβιου δέντρου και απολαμβάνω τον καφέ μου μαζί με τα παππούδια του χωριού. Θυμήθηκε ο ένας το Zundapp που καβάλαγε παλιά, και ο άλλος τις BMW με το καλάθι των Γερμανών που έβλεπε σαν παιδάκι στο πόλεμο. Πίσω μου φωνές ξέγνοιαστων παιδιών στο διάλειμμα τους και εγώ είμαι το ίδιο ξέγνοιαστος σαν αυτά και θέλω να φωνάξω μαζί τους. Η κουβέντα πάει στις διαδρομές, και που να πάω, τι να δω. Δεν σταματώ ποτέ τα παππούδια να μιλούν. Μέσα από τέτοιες κουβέντες έχω βγάλει διαμάντια. Πάντα όμως θα μου πουν ένα μυστικό που θα είναι το επόμενο ταξίδι μου.


Το καφεδάκι έχει τελειώσει, και το τασάκι έχει γεμίσει από τα αποτσίγαρα. Φοράω το κράνος και καβαλάω την μηχανή. Τρέχει η κοπέλα από το μαγαζί. "Δυο νεράκια πάρε για τον δρόμο, και το τοστάκι είναι κερασμένο". Λογομαχία να πληρώσω, που κερδίζει αυτή. Δεν μ άφησε, και αυτό είναι που μου είχε λείψει. Να γνωρίζεις άγνωστους στην διαδρομή που γίνονται δικοί σου. Η ανάγκη για δυο κουβέντες, για μια προσφορά, για ένα χαμόγελο και ένα χαιρετισμό. Είχα στην τσέπη μου δυο γλειφιτζούρια (μην ρωτάτε γιατί). Τα βγάζω και τα δίνω στο πιτσιρίκι δίπλα της. Τα μάτια του γυαλίζουν και την κοιτάει. Του γνέφει καταφατικά και το μικρό παίρνει τα γλειφιτζούρια από το χέρι μου. Βάζω μπροστά και ξεκινάω έχοντας πίσω μου τους μέχρι πριν λίγο άγνωστους να με χαιρετούν.

Το μυαλό μου είχε ξεχάσει πελάτες, φορτωτικές, εμπορεύματα, και σχέδια γηπέδων. Είχα περάσει το Λεβίδι και συνέχιζα για την Κλειτορία. Το μυαλό μου όμως δεν ήταν στην βρύση για την φωτογραφία. Το μόνο που ζητούσα είναι να μην χάσω το μικρό δρομάκι αφού βγω από την Κλειτορία. Το δρομάκι που μου είπαν οι παππούδες να ακολουθήσω. Σίγουρα μπορεί τώρα στα γεράματα να έκαναν λάθος, μπορεί να μην υπήρχε καν ο δρόμος αυτός ή να είχε κλείσει. Ένα τεράστιο "Ε ΚΑΙ" πλανιόταν στον αέρα πάνω μου. Θα ήταν η πρώτη ή τελευταία φορά που θα χανόμουν κάπου. Κάθε φορά που χάθηκα κάτι ωραίο βγήκε στο τέλος. Σε αυτές τις λάθος στροφές είναι η μαγεία της ζωής που μας κάνει να ψάχνουμε το επόμενο λάθος.

Κάπως έτσι, πριν 30 χρόνια, οδηγώντας έναν Αύγουστο στην Τυνήσια, μια ομάδα μοτοσυκλετιστών που δεν δέχονταν πως η Τυνησία δεν είναι για Αύγουστο, από την Tozeur προς την Douz σταματήσαμε σε ένα υπαίθριο κιόσκι για να πιούμε ένα αναψυκτικό. Εκεί στην συζήτηση ο νερουλάς μας είπε πως αντί να πάμε στην Gabes και την Matmata υπήρχε ένας δρόμος που κερδίζαμε τουλάχιστον 200 χλμ και μας περνούσε μέσα από την Chot el Jerid. Δεν μας είπε βέβαια πως τα τελευταία 100 μέτρα ήταν αμμοθίνες και οι μηχανές βούλιαξαν στην άμμο και κάναμε με τα πόδια πέρα δώθε φορτωτικές τις βαλίτσες και τις μηχανές μέσα στην ζέστη και τον καυτό ήλιο της ερήμου. Έτσι η παραμονή μας στην Douz έγινε 4ήμερη αντί διήμερης για να συνέλθουμε. (σήμερα αυτός ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος μέχρι και το κέντρο της Douz). Αυτή ή λάθος διακλάδωση είναι αυτό που συζητάμε 30 χρόνια μετά και ας ρίχναμε κατάρες και βρισιές σε ότι γλώσσα ξέραμε ή νομίζαμε πως ξέραμε εκείνη την ώρα.


 


Μια μικρή πινακίδα, τόσο μικρή που ακόμη και αν την ψάχνεις μπορείς να την χάσεις, πάνω σε μια δεξιά στροφή, έδειχνε ένα δρόμο που έκανε αναστροφή ανηφορίζοντας το βουνό. Δρόμος σκαμμένος από τα αγροτικά μηχανήματα, που δεν σου γέμιζε το μάτι. Σε τίποτα χωράφια θα βγάζει σκέφτηκα αλλά παρόλα αυτά μπήκα. Όσο περνούσαν τα χιλιόμετρα τόσο ο δρόμος χάλαγε μέχρι που έγινε χωματόδρομος. Τα δέντρα αραιώσαν και την θέση τους στο Αλπικό ξερό τοπίο. Βρίσκω ένα ξέφωτο και σταματάω. Αράζω στον κορμό ενός δέντρου και χάνομαι στην ησυχία της στιγμής. Ένας αετός πετά ψηλά κυκλικά και εγώ ξέρω πως το ταξίδι έγινε για εκείνη την στιγμή. Προσπαθώ να μην πάρω ανάσα να μην χαλάσω την ησυχία. Μένω εκεί προσπαθώντας να κάνω την στιγμή να μακρύνει. Μια στιγμή που χαλάει το φρενάρισμα ενός τζιπ της πυροσβεστικής. Μιλάμε για λίγο, καταλαβαίνω ότι βρίσκομαι στην Νότια πλευρά του χιονοδρομικού, και μου δείχνουν το χωματόδρομο που θα με βγάλει στο Σπήλαιο των Λιμνών. Ακολουθώ τα ίχνη από τα λάστιχα τους και μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω βγαίνω ακριβώς στο πλάτωμα έξω από τα σπήλαιο. Το προσπερνώ πηγαίνοντας προς Καλάβρυτα και φτάνω στην διασταύρωση. Δεξιά Διακοπτό, αριστερά Πάτρα. Όχι ρε φίλε δεν έχω ανάγκη τον αυτοκινητόδρομο. Πάμε από τον επαρχιακό. Στρίβω αριστερά και βγαίνω από τα Καλάβρυτα με κατεύθυνση την Πάτρα βλέποντας τις μυτερές κορφές του Ερύμανθου.


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Πέρασα όλη την διαδρομή σε πολύ χαλαρούς ρυθμούς χαιρετώντας χωρικούς στον δρόμο και αναλογιζόμενος ποιoς θα είναι ο επόμενος στόχος. Είχα μια στιγμή λιγοψυχίας όταν στην διασταύρωση για Αίγιο ήμουν έτοιμος να κατηφορίσω προς τα εκεί, αλλά η τρέλα υπερίσχυσε. Παρόλο που ήξερα τι βαρετές εικόνες με περίμεναν στα τελευταία 30 χιλιόμετρα πριν την Πάτρα, το μυαλό ήταν ήδη στον νομό Φωκίδας, και στον Κορινθιακό κόλπο από την ανάποδη. Σκεφτόμουν τα κόκκινα χώματα στις πλαγιές, το ξερό τοπίο από την μια και την θάλασσα από την άλλη. Τα διλήμματα πολλά για το ποια διαδρομή θα ακολουθήσω αλλά το άφησα για τελευταία στιγμή.

Έπρεπε να πάρω την διαδρομή για το Πανόπουλο και να αράξω λίγο στο δασάκι, αλλά είχα στο μυαλό μου ότι πρέπει να δω και τον Βασίλη στην Πάτρα. Του το είχα υποσχεθεί. Πέρασα την Βλασσιά και τους καταρράκτες και το μυαλό μου ήταν συνεχώς στην μέση ωριαία μου και ότι χάσει πολύ χρόνο σε καφέδες και αράγματα. Ήδη έχει 14:00 και εγώ δεν έχω φτάσει στην Πάτρα. Χαλανδρίτσα και μένουν 20 βασανιστικά χιλιόμετρα, με αυτοκίνητα, με κίνηση, ουσιαστικά σε Εθνική οδό. Η ζέστη έχει αρχίσει και με καταβάλλει αλλά σε λίγο θα πίνω καφέ με τον Βασίλη στο μαγαζί του.




Μπαίνοντας στην Πάτρα, η κίνηση είναι τρελή Έχω κάνει μόνο 500 μέτρα σε 2 λεπτά και βασανίζομαι αφόρητα. Βλέπω την ταμπέλα για να βγω στον Αυτοκινητόδρομο και χωρίς σκέψη στρίβω. Θα με συγχωρέσει ο Βασίλης, θα τον πάρω τηλέφωνο μετά. Φανάρι, αριστερά για το γήπεδο και θα βγω κατευθείαν στο μαγαζί. Η λογική όμως με έβαλε να συνεχίσω ευθεία. Διαδικαστικά εντελώς αφήνω να περάσουν οι τρεις έξοδοι της Πάτρας και φτάνω στην έξοδο για την Γέφυρα (μια είναι η γέφυρα). Τύψεις για το στήσιμο στον φίλο, αλλά έχει αρχίσει και με τρώει. Είναι περασμένες 15:00 και σκέφτομαι να ανεβώ Αγρίνιο να δω τον Χρήστο για ένα καφέ.

Όση ώρα είμαι πάνω στην γέφυρα με 90 χλμ/ώρα σκέφτομαι καφέδες, πούλησα τον Βασίλη, να κάνω μια έκπληξη στον Χρήστο. Διόδια και στρίβω δεξιά προς Ναύπακτο. Έχουμε ένα καλοκαίρι μπροστά μας. Αρκετά τα ταξίδια για πελάτες όλο το καλοκαίρι, θα τους δούμε όλους άλλη φορά. Μπαίνω στην Ναύπακτο και οι ώμοι μου λένε πως χρειάζομαι στάση. Στάση στην Ναύπακτο σημαίνει ένα σημείο. Στο τζαμί, και άραγμα για καφέ. Μαλακία εντελώς, ο Βασίλης με περίμενε στο μαγαζί του με άλλον έναν φίλο που έχω να δω καιρό τον Νάσο. Ο Νάσος που έκανε ανάποδα το ταξίδι solo και αφού ανέβηκε βόρεια πήγαινε για έναν πολυήμερο γύρο της Πελοποννήσου. Μαλακία και που δεν ανέβηκα στον Χρήστο.

Τα τηλέφωνα όμως από την δουλειά και το σπίτι έχουν αρχίσει. Τι ώρα θα είμαι πίσω; Που είμαι; Γιατί βρίσκομαι εκεί; Άχρηστες ερωτήσεις που απλά χαλούν την μαγεία. Ερωτήσεις που δεν χρήζουν απαντήσεων. Ερωτήσεις που το μόνο που προσφέρουν είναι περιττό άγχος. Μαζεύω για τελευταία φορά τα πράγματα μου, ξεχνώντας τα πάντα. Κράνος, μιζιά και στον δρόμο. Μια στιγμή αναποφασιστικότητας στην διασταύρωση. Αριστερά γυρνάω Πάτρα, και παίρνω τον δρόμο απευθείας για Αθήνα. Δεξιά συνεχίζω να χάνομαι στα βουνά και τις παραλίες. Ένα "δεν γαμιούνται όλα" βγαίνει από μέσα και φεύγω δεξιά με κατεύθυνση το Γαλαξίδι.

Ο δρόμος ανοιχτός μπροστά και οι ταχύτητες μεγαλώνουν. Φρένο όμως μόλις δω την πρώτη από τις πολλές κάμερες που θα ακολουθήσουν. Πινακίδες ορίων ταχύτητας στα 30-40 χλμ/ώρα Ξεχασμένες από άλλες εποχές ή επίτηδες φρέσκες τοποθετημένες δεν μπορώ να καταλάβω. Το ζήτημα είναι πως με τέτοια όρια είναι σαν ξέρεις πως θα φας κλήση σήμερα. Το μυαλό μου μοιράζεται μεταξύ οδήγησης, απόλαυσης του τοπίου και των υποχρεώσεων πίσω στην Αθήνα. Όταν έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο είναι δεδομένο πως στην πραγματικότητα η βόλτα έχει τελειώσει και ξεκινάει το διαδικαστικό κομμάτι της επιστροφής.

Ταμπέλα Τροιζόνια. Πόσα χρόνια έχουν περάσει από εκείνη την πρώτη επίσκεψη στο νησάκι; Σταματώ και αναπολώ. Ήταν στο 1996 και η Σοφία ήταν από τα Τροιζόνια. Μόλις μου είπε να έρθεις οπωσδήποτε βόλτα θα σου αρέσει δεν το σκέφτηκα καθόλου. Η Σοφία ήταν απωθημένο. Ψηλή, γεμάτη στα σημεία που χρειάζεται και αδύνατη εκεί που πρέπει (όλοι ξέρουμε τι εννοούμε μην ζητάτε εξηγήσεις). Αφού με κάλεσε το είχα σίγουρο το σκοράρισμα. "Θα είναι και μια φίλη μου μαζί, δεν φέρνεις και τον φίλο σου τον Ηρακλή;". Δεν με πονήρεψε καθόλου. Ξεκινήσαμε με τον Ηρακλή νωρίς το πρωί για να έχουμε χρόνο στα Τροιζόνια. Τελικά η Σοφία ήθελε τον Ηρακλή, ο Ηρακλής ήθελε την Τζίνα την φίλη της, η Τζίνα ήθελε εμένα, και εγώ ήθελα την Σοφία. Ανεκπλήρωτοι πόθοι, που έμειναν έτσι. Βέβαια ήμουν νέος και άμυαλος και μεγαλώνοντας δυο τρία χρόνια καταλάβαμε με τον Ηρακλή την ευκαιρία που χάσαμε.




Έσβησα το τσιγάρο και συνέχισα προς το Γαλαξίδι. το κοκκινόχωμα που θυμόμουν ήρθε να αντικαταστήσει τις μέχρι τώρα πράσινες εικόνες μου. Μου θύμισε άλλα ταξίδια στην Ανατολία, σε έρημες περιοχές, χαμένος σε ταμπέλες που δεν καταλάβαινα, χωρίς GPS, χωρίς παρέα παρά μόνο κάτι χάρτες της Michelin που εκείνα τα χρόνια θεωρούνταν οι πιο αξιόπιστοι. Χιλιόμετρα ολόκληρα μπρος-πίσω μέχρι να καταλάβω που βρίσκομαι και που πρέπει να πάω Και τελικά με κατάληξη σε άγνωστο χωριό, να κοιμάμαι σε αμφιβόλου ποιότητας, για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα μου κατάλυμα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν από τις ασφαλέστερες νύχτες μου. Οι πιο φιλόξενοι άνθρωποι που συνάντησα ήταν οι πιο φτωχοί, και όσο πιο βαθιά χώνεσαι στην Ανατολή, τόσο πιο φτωχούς ανθρώπους συναντάς, τόσο πιο φιλόξενους. Ο φτωχός δεν έχει να χάσει τίποτα, δεν φοβάται για τα υπάρχοντα του γιατί δεν έχει. Γι' αυτόν η φιλοξενία και το μοίρασμα δεν είναι υποχρέωση είναι ανάγκη. Γιατί ξέρει πως είναι να είσαι μόνος και χαμένος. Με έβαλαν στα σπίτια τους, με κέρασαν φαγητά και αφεψήματα, με οδήγησαν για χιλιόμετρα και όλα αυτά πάντα με χαμόγελο. Μακριά από τουριστικά αξιοθέατα και αετονύχηδες αρκουδιάρηδες. 12 Ευρώ ο καφές στο Μονακό, κερασμένος και ψημένος στην χόβολη στα σύνορα της Τουρκίας με το Ιράν.

Με τις σκέψεις αυτές έχασα την έξοδο για Γαλαξίδι, σταμάτησα μερικά χιλιόμετρα μακριά να το βγάλω μια φωτό, με τον τρούλο της εκκλησίας να δεσπόζει στην μέση. Δεν είναι το ίδιο, αλλά επέστρεψαν μαζί και οι κακές συνήθειες. Κοίταξα το ρολόι μου. Αυτό σημαίνει πως το μυαλό μου ήταν πίσω στην Αθήνα ήδη. Περνάω έξω από την Ιτέα, αντιστέκομαι σθεναρά να στρίψω προς Άμφισσα, και συνεχίσω προς την Δεσφίνα. Ενώ αρχικά σκεφτόμουν να ανεβώ Δίστομο και από εκεί να βγω στην Λιβαδιά, κατηφόρισα προς Αντικύρα, και από εκεί στα Άσπρα Σπίτια. Ο δρόμος απλά κυλάει, δεν με νοιάζει ούτε το τοπίο. Υπάρχουν αναμνήσεις όταν το 2011, 120 φίλοι περνούσαμε από εκεί για την ετήσια του moto.gr αλλά και πάλι είναι θολές. Στο μυαλό υπάρχει τι υποχρεώσεις έχω για αύριο. Ο κώλος έχει αρχίσει και πονάει, η μέση το ίδιο, το δεξί χέρι έχει μουδιάσει. Δεν είμαι 39 που 1300 χλμ. σε μια μέρα ήταν κάτι εύκολο. Είμαι 49 και το πνεύμα μεν πρόθυμο το σώμα δε δεν ακολουθεί.
Το Δίστομο δεν το γλιτώνω αλλά και πάλι δεν στρίβω αριστερά προς Λιβαδιά. Συνεχίζω προς Κυριάκι, και Δομβραίνα. Στο μυαλό μου είναι ακόμη τα χιλιόμετρα. Πλαταιές, Ερυθρές, Δερβενοχώρια είτε τα πέρασα είτε όχι το ίδιο και το αυτό. Είμαι ήδη στην Αθηνά νοητά και όπως έχει κουραστεί το σώμα έτσι κουράζω και εγώ με την πολυλογία μου. Μια βόλτα ρε φίλε έκανες και το έκανες θέμα. Μια βόλτα κάθαρσης, ένα τεράστιο γαμώτο για όσα θέλω να κάνω και πλέον δεν μπορώ. Αναμνήσεις από ταξίδια που δεν θα ξαναγίνουν όσο και αν το θέλω. Τελικά το μόνο που μας μένει είναι αυτές οι αναμνήσεις. Τελευταίο τσιγάρο στο δρόμο.

Ήταν η κρίση της Ελλάδος, είναι ο Covid-19, αύριο θα είναι κάτι άλλο. Χτίζουμε να επιζήσουμε και μόλις σηκώσουμε κεφάλι κάτι καινούργιο θα βρεθεί να μας ξαναρίξει πίσω στα σκατά. Τουλάχιστον ας μας μείνει το μυαλό να ταξιδεύουμε με αυτό μέσω των αναμνήσεων. Να μπορούμε να ξαναβρεθούμε σε μέρη άγνωστα, να μιλήσουμε με παππουδια, να μοιραστούμε τα όνειρα και τα άγχη μας με άγνωστους ξένους. Κούρασα...και το μόνο που δεν μ αρέσει είναι να γίνομαι κουραστικός. Γκρινιάρης θα παραμείνω γιατί είναι γραμμένο στο DNA μoυ.

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 


(αν διαβάσεις τον τίτλο και αυτό είναι σαν να έχεις διαβάσει τα πάντα)


Αυτοί που δεν διαβάζουν πάνω από 2 προτάσεις δεν θα το διαβάσουν ποτέ. Αυτοί που μόνο γράφουν και δεν διαβάζουν δεν θα το διαβάσουν ποτέ. Αυτοί που τρολάρουν ότι είναι διαφορετικό από αυτούς μπορεί να το διαβάσουν μπορεί και όχι. Αυτοί που θεωρούν πως είναι καλύτεροι από όλους τους άλλους θα το διαβάσουν για να βγάλουν την δικιά τους ανάμνηση την καλύτερη. Όταν κάποιος γράφει, ευτυχώς ή δυστυχώς βγάζει εντελώς γυμνό ένα κρυφό κομμάτι της ψυχής του στο χαρτί. Ξέρει εκ των προτέρων πως θα δεχτεί και τον χλευασμό, και τον πόνο που έντεχνα κάποιοι θα του προκαλέσουν, ίσως και τον θαυμασμό αν είναι καλός σε αυτό που κάνει. Έχω διαβάσει πομπώδεις φράσεις, και εκκεντρικές παρομοιώσεις. Έχω διαβάσει άλλους συνταξιδιώτες να γράφουν εξυμνώντας τον εαυτό τους για την μοναδικότητα αυτού που κάνουν... Να στρίβουν το δεξιό τους καρπό για να προχωρήσει η μηχανή. Είμαι κοντά στα 50 και δεν θα καταντήσω σαν κάποιους εξηντάρηδες "συγγραφείς" που πληρώνουν για να εκδοθεί ένα βιβλίο τους, που ποστάρουν ακατάπαυστα στο facebook τις ιστορίες τους γεμάτες στόμφο Αυτό είναι το πρώτο και το τελευταίο τόσο προσωπικό κείμενο. Τα Social media δεν είναι ο κατάλληλος τόπος και χρόνος για να ξεγυμνώνεσαι και ζητώ συγνώμη γι αυτό.