"Ρε μπαμπά αφού εγώ θέλω να μπω μέσα να πάω κοντά στο λιοντάρι", γκρίνιαζε ο μικρός μου. "Εδώ γίνεται χαμός από βροχή και εσύ θέλεις να πας κοντά;" συνέχιζα εγώ βλαστημώντας την στιγμή που αποφάσισα να βγω βόλτα μέσα στην καταιγίδα. "Δεν με νοιάζει τίποτα", απάντησε αυτός και έτρεξε προς τον λάκκο που είναι στημένο το λιοντάρι. "Μη...", ίσα που πρόλαβα να φωνάξω, και την ίδια στιγμή ένας κεραυνός έπεσε στα 10 μέτρα από εμάς, ενώ έβλεπα το παρακείμενο ποτάμι να φουσκώνει σηκώνοντας ένα μεγάλο κύμα που θα τον χτυπούσε. Έτρεξα προς την μεριά του να τον προλάβω αλλά ήδη τον είχαν φτάσει τα νερά του ποταμού και τον στροβίλιζαν μέσα στο λάκκο. "Κρατήσου από κάπου", του ούρλιαξα για να με ακούσει πάνω από την θόρυβο της κακοκαιρίας. Γύρισε και είδε το άγαλμα...περνώντας δίπλα του άπλωσε τα χέρια του και αρπάχτηκε από το κεφάλι του λιονταριού. Με δυσκολία τραβήχτηκε πάω και ενώ εγώ ετοιμαζόμουν να μπω στα νερά για να τον φτάσω. "Μείνε εκεί...έρχομαι" φώναξα...."ΠΟΥ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;", άκουσα μια φωνή και άνοιξα τα μάτια, ενώ με κοιτούσε από πάνω ο Μιχάλης, η Εύη παραδίπλα χαζογελούσε και ο ήλιος Ανατολικά σηκωνόταν στον ουρανό.


 




Κοίταξα τριγύρω και ήμασταν στα ΣΕΑ Καπανδριτίου  και η μέρα μόλις άρχιζε. Κυριακή 06/11/22 την μέρα που η Πολιτική Προστασία προειδοποιούσε για Φονικά Καιρικά Φαινόμενα, οι γνωστοί μου έλεγαν πως είμαι τρελός που ξεκινάω βόλτα, και εγώ ίδρωνα μέσα στα αδιάβροχα σε ένα παγκάκι στα ΣΕΑ Καπανδριτίου με τον ήλιο πάνω μου να με έχει πάρει ο ύπνος περιμένοντας να έρθει η ώρα να ξεκινήσουμε.  Έδωσα το σήμα ότι ξεκινάμε και φόρεσα το κράνος κοιτάζοντας Βόρεια που θα κατευθυνόμασταν. Ένα βαρύ μαύρο σύννεφο ήταν στην κατεύθυνσή μας αλλά μέχρι εκείνη την στιγμή ούτε στάλα. Το βράδυ είχε ρίξει μπόλικο νερό και είχαν μετακινηθεί τα σύννεφα ανατολικότερα. 





 

Ξεκινήσαμε χαλαρά στην Ν.Ε.Ο Αθηνών - Θεσσαλονίκης, σχεδόν βαρετά, κουβεντιάζοντας με την κόρη μου που ήταν συνεπιβάτης. Για την Ναυσικά ήταν η πρώτη της βόλτα με βροχή και ήταν ενθουσιασμένη. Συζητούσαμε για την διαφορά της βόλτα με αυτοκίνητο σε σχέση με την μοτοσυκλέτα. Ζεις τα στοιχεία της φύσης, δεν τα βλέπεις πίσω από ένα τζάμι. Θα νιώσεις την βροχή να πέφτει πάνω σου, θα μυρίσεις τις μυρωδιές της φύσης, θα δεις τα χρώματα ζωντανά δίπλα σου, θα ακούσεις το θρόισμα των φύλλων. Με κουβέντα τα 90 χιλιόμετρα μέχρι την έξοδο της Θήβας πέρασαν χωρίς να το καταλάβουμε. Άλλωστε υπήρχαν σημεία που ο δρόμος ήταν στεγνός. Βγαίνοντας από τον αυτοκινητόδρομο στην επαρχιακή εθνική οδό, κόψαμε ταχύτητα και δοκιμάζοντας την ολισθηρότητα στην βρεγμένη άσφαλτο ήταν πραγματικά επίφοβη κατάσταση.

 





Είχα πίσω μου την Εύη, η οποία προερχόταν από μια μεγάλη αποχή λόγω ενός χαζού ατυχήματος το καλοκαίρι, και σίγουρα και ο φόβος για την πτώση που της δημιουργήθηκε. Το είχαμε συζητήσει αρκετά στην προηγούμενη βόλτα μας. Βλέπετε αυτή η βόλτα προς την Γκιώνα ήταν προγραμματισμένη για 23 Οκτώβρη και μετατέθηκε για 6 Νοέμβρη, διότι εκείνη την μέρα μου έσκασε τεχνικός έλεγχος σε κάποιους χώρους στην κεντρική Εύβοια. Αφού θα πάω που θα πάω σκέφτηκα, γιατί να μην κάνω και μια βόλτα με δυο φίλους. Με γρήγορα τηλεφωνήματα οργανώθηκε και το πρωί εκείνης της Κυριακής ξεκινήσαμε με τον Δημήτρη και την Εύη με τον Κώστα για τους ομορφότερους δρόμους της Εύβοιας. Ήξερα πως η Εύη είχε τον φόβο της πτώσης, οπότε σκέφτηκα πως ήταν μια καλή ευκαιρία να το δουλέψουμε. Ο Δημήτρης από την άλλη γκρίνιαζε πως δεν τύχαινε να πάμε μια βόλτα και έτσι η 23η Οκτώβρη μας βρήκε να στρίβουμε στους ορεινούς δρόμους από Σέτα προς τα Μανίκια, από εκεί προς την Κύμη και μετά βορειότερα προς το Μετόχι και μετά ανέβασμα του όρους Δίρφυς για να κατηφορίσουμε στις φουρκέτες προς Στενή. 





 

Aπό την ώρα που βγήκαμε από την Εθνική για τον Ωρωπό την έβλεπα ότι ήταν σφιγμένη πάνω στην μοτοσυκλέτα της. Οπότε έπρεπε να βρω τρόπο να την ξεκλειδώσω, πρώτα απ' όλα για να ευχαριστηθεί η ίδια την βόλτα. Στο λιμάνι περιμένοντας την "παντόφλα" για να μας περάσει στην Ερέτρια είχαν ξεκινήσει τα αστεία για κουλομαρίες και πεσίματα, πράγμα που την έκανε να ξεχαστεί. Μέχρι την Σέτα χρειάστηκε, όχι παραπάνω από 25 χιλιόμετρα, για να θυμηθεί όσα είχε μάθει στο σχολείο. Σέτα μέχρι Μανίκια, ένα από τα ομορφότερα ορεινά περάσματα της Εύβοιας, η Εύη πλέον καβαλούσε όπως παλιά. Το μόνο που την φόβιζε ακόμη ήταν οι φουρκέτες... αλλά είχαμε μπροστά μας την Δίρφυ.

 




Χαμένος μέσα στις σκέψεις, στην συζήτηση με την Ναυσικά και στον συνεχή έλεγχο της ολισθηρότητας στο οδόστρωμα με το πόδι, φτάσαμε πολύ νωρίτερα από όσο υπολόγιζα στον Λέων της Χαιρώνειας. Περνάμε συνεχώς από εκεί αλλά ποτέ δεν σταματάμε. Όλη η πεδιάδα της Βοιωτίας είναι ένα σκηνικό πολεμικών γεγονότων της αρχαιότητας. Άλλωστε αν κοιτάξεις λίγο πιο προσεχτικά πίσω από τα σπαρτά των χωραφιών, θα δεις διάσπαρτα αρχαία κτίσματα, ναούς, βωμούς και πολλά ακόμη. Ήδη την συγκεκριμένη μέρα παρατήρησα για πρώτη φορά, μετά από τις τόσες φορές που έχω περάσει από τον συγκεκριμένο δρόμο, κάποια σκαλοπάτια χτισμένα στην πλαγιά με τον αρχαιοπρεπή τρόπο κρυμμένα πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων. Η Χαιρώνεια όμως ειδικά ήταν το κομβικό σημείο που τον 4ο Αιώνα π.Χ. άλλαξε την Ελλάδα. Όταν ο Φίλιππος νίκησε στην μάχη τον σιναπισμό των κρατών-πόλεων της Νοτίου Ελλάδας και ένωσε υπό την ηγεμονία του όλη την περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Ελλάδα. 

 





Τα πρώτα γέλια της παρέας αφού ενώθηκε και ο Γιάννης μαζί μας, άρχισαν με τα αλληλοπειράγματα. Φωτογραφίες και απόφαση, αφού έχουμε χρόνο μέχρι το προγραμματισμένο ραντεβού μας στο Vagonetο, να σταματήσουμε για καφέ στην πλατεία της Αμφίκλειας. Κάθε φόρα που σταματάμε για καφέ κάπου είναι σαν να λυνόμαστε. Είναι ουσιαστικά το πρώτο σημείο χαλαρότητας της βόλτας. Είτε δυο εβδομάδες πριν στην Κύμη με τον Δημήτρη τον Κώστα και την Εύη, είτε αυτή την φορά στην Αμφίκλεια με τον Στέλιο, τον Μιχάλη, τον Γιάννη θα ψάξουμε να βρούμε την πιο όμορφη σκιά, κάτω από το μεγαλύτερο δέντρο και θα απλωθούμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Καφέδες, γλυκά, σχέδια για τις επόμενες βόλτες, προτάσεις, προγραμματισμός ταξιδιών. Για εμένα αυτός ο καφές αυτή την φορά ήταν διαφορετικός. Κάτι με έτρωγε, κάπου δεν έβρισκα σημείο επαφής. Θεώρησα πως απλώς είμαι πολύ αγχωμένος με τις προβλέψεις για καταιγίδες και δεν έδωσα περισσότερη σημασία. 

 




Οι προβλέψεις τελικά βγήκαν εν μέρη σωστές, και την ώρα που ήταν να ξεκινήσουμε έπιασε βροχή. Όχι δυνατή, αλλά τα αδιάβροχα απαραίτητα. Μέχρι να βάλω μπροστά, να γυρίσω την μηχανή, είχα την ζελατίνα του κράνους ανοιχτή και πήρε υγρασία από μέσα. Ξεκινώντας λοιπόν στην βροχή για να κάνουμε τα τελευταία 30 χιλιόμετρα μέχρι το Vagoneto, έφτασα σε σημείο να μην μπορώ να διακρίνω μπροστά μου στα 30 μέτρα. Να ανοίγω την ζελατίνα να σκουπίζω μέσα, να σκουπίζω έξω να γίνεται ένα θόλο πράγμα που δεν καθάριζε με τίποτα. Αναγκαστικά λοιπόν 15 χιλιόμετρα πριν τον προορισμό μας, άνοιξα την ζελατίνα και έτρωγα την βροχή. Χτύπαγε στο πρόσωπο μου αναζωογονητική, σαν να ξεπλένει όλη την σκόνη από τις βόλτες του καλοκαιριού. Να διώχνει τις σκέψεις, τις υποχρεώσεις, τα πρέπει μοτοσυκλετιστικά και μη. Καθάρισε το μυαλό μου εντελώς όταν μετά από μια δεξιά στροφή μπήκαμε σε μια υπέροχη φθινοπωρινή ομίχλη. Σαν να κουκούλωσε τα προβλήματα, να σκέπασε τα άγχη, ενώ η Ναυσικά στην ενδοεπικοινωνία έβγαζε επιφωνήματα συνεχώς, λέγοντας πόσο υπέροχα είναι. 

 



Η βροχή είχε σταματήσει, το μυαλό μου είχε ξεκαθαρίσει και μπροστά μου είχα την μπάρα του Μουσείου ανθρακωρύχων. Πλέον ήξερα τι ήθελα. Διαδικαστικό ήταν το ζήτημα μέχρι να γυρίσουμε πίσω. Σκεφτόμουν την βόλτα μου πριν δυο εβδομάδες όπου μια ηλιόλουστη ζεστή μέρα στην κορφή της Δίρφυς μας είχε κυκλώσει πάλι για λίγο η ομίχλη. Οι σκέψη μου τότε ήταν στους συντρόφους μου στην βόλτα αν είναι εντάξει πίσω μου. Σκεφτόμουν όμως και την βόλτα μου με την Ναυσικά ένα χρόνο πριν όταν κάναμε 700 χιλιόμετρα επαρχιακού δρόμου σε μια μέρα χωρίς να νοιαζόμαστε για κανέναν άλλον. Θυμήθηκα την μοναχική μου περιπλάνηση στα βουνά της Πελοποννήσου, που σταμάταγα όπου μου έκανε κλικ και καθόμουν για όσο ήθελα χωρίς πρέπει. Θυμήθηκα και την βροχερή βόλτα στα Ζαγοροχώρια πριν χρόνια με το μόνιμο μου άγχος για τους συντρόφους που οδηγούσα για τρεις μέρες. Θα μου πεις μεγάλα παιδιά είναι όλοι, και είναι υπεύθυνοι για τον εαυτό τους. Έλα που όμως εμένα με διακατέχει ένα μεγάλο συναίσθημα ευθύνης για ότι κανονίζω. Πολλές φορές έχουν γίνει συζητήσεις τι θα γίνει αν συμβεί μια στραβή στην βόλτα. Οι απόψεις διαφέρουν αλλά πάνω κάτω όλοι το ίδιο καταλήγουν δεν αφήνουμε κανέναν πίσω. Στην πραγματικότητα αυτό είναι ψέμα Στην δύσκολη θα ψάξεις να βρεις την άνεση σου, το comfort zone σου για να μπορέσεις να είσαι εντάξει. Και είναι φυσιολογικό. Όταν όμως εγώ κανονίζω κάτι το comfort zone το αφήνω πίσω σπίτι, και δεν έχω αφήσει ποτέ κανέναν πίσω. 

 



Στο Μουσείο Ανθρακωρύχων η βροχή είχε σταματήσει, εγώ ετοίμαζα τα πράγματα μου για την δεύτερη μου επίσκεψη στο Vagoneto και ήδη σκεφτόμουν την επόμενη στάση. Είχα φτιάξει το μυαλό μου για άραγμα δίπλα στο βρεγμένο γρασίδι πάνω στην κορυφή της Οίτης. Το τζάκι στο καταφύγιο αναμμένο και να ακούω την παρέα μου να γελάει. Κατεβήκαμε στις στοές του ορυχείου, εντυπωσιασμένοι για άλλη μια φορά, όσοι κατεβήκαμε. Η μεγαλύτερη μου χαρά ήταν για τις αντιδράσεις του μικρού μου που ακολουθούσε, επιβάτης μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Είναι μια περιήγηση, ένας χώρος που δυστυχώς δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα μπορούσε ως εκπαιδευτικό μέσο. Και τις δυο φορές που είδα φάτσες μικρών παιδιών να εντυπωσιάζονται και να συζητούν μεταξύ του, η σκέψη μου ήταν ίδια. Πόσα περισσότερα παιδιά πρέπει να έρχονται σε τέτοια μέρη. Κάπως έτσι τον έβαλα μέσα σε ένα αυτοκίνητο να έρθει μαζί μας. Είναι από αυτές τις Κυριακές που ψάχνω να βρω τρόπους να συνδυάζω την τρέλα μου σαν μοτοσυκλετιστής με το πάθος μου ως πατέρας να προσφέρω. Τι μας λες ρε φίλε τώρα θα σκεφτούν οι περισσότεροι... είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να το μεταφέρω. Είναι εκείνες οι στιγμές που η εσωτερική μου πυξίδα γυρνάει σαν τρελή ψάχνοντας να βρει, όχι τον Βορρά αλλά το ιδανικό μονοπάτι για να την ολοκλήρωση. 

 



Μια ολοκλήρωση που έρχεται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Για την βόλτα για παράδειγμα η ολοκλήρωση ήρθε με την επιστροφή μας στην επιφάνεια από το ορυχείο. Ούτε Καταφύγια, ούτε Παύλιανη ούτε τίποτα. Πήγαμε για φαγητό στην Γραβιά. Δυο εβδομάδες πριν η ολοκλήρωση ήρθε μέσω της οδήγησης. Φτάνοντας στις κατηφορικές φουρκέτες της Δίρφυς προς την Στενή, είχα την Εύη πίσω μου. Της είχα ζητήσει να ακολουθεί ακριβώς τα πατήματα μου και τις γραμμές μου. Κατηφορίζαμε σφιχτά στην αρχή, αλλά σιγά σιγά ο ρυθμός αυξανόταν. Η Εύη ξεχνούσε τις οδυνηρές στιγμές του πεσίματος και χαλάρωνε πάνω στην μοτοσυκλέτα. Το χαμόγελο ενός αναβάτη που μέσω των οδηγιών μου, στο τελείωμα του δρόμου, ήταν αρκετό για να πάρω την ολοκλήρωση που ζητούσα. 

 



Η επιστροφή στην Αθήνα διαδικαστική, εν μέσω ψιλής βροχής και σχεδόν 200 χλμ. αυτοκινητοδρόμου, το μυαλό μου να ψάχνει τι μου λείπει... Μια βόλτα μου λείπει. Να πάω κοντά στις αγαπημένες μου κορφές, να χαθώ σε δρόμους που έχω ξεχάσει, να περάσω από γνωστά μέρη και να ανακαλύψω σημεία σε αυτά που δεν είχα δει ξανά. Να βρω άλλο ένα μέρος να αράξω κάτω από ένα δέντρο. Να ταξιδέψω χωρίς πρόγραμμα και χωρίς προορισμό. Να διαλέγω τελευταία στιγμή ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσω στο σταυροδρόμι μπροστά μου.  Να βγάλω στην επιφάνεια την πυξίδα μου και να την ακολουθήσω. Να αναζητήσω και να βρω την δική μου ολοκλήρωση. 




Σ.Σ.: Κατά την διάρκεια συγγραφής αυτού του μικρού "ταξιδιωτικού" (γιατί πρόκειται περί βόλτας και όχι ταξιδιού), τρεις μέρες μετά την βόλτα ακολούθησε μια ακόμη, για επαγγελματικούς λόγους, solo ή σχεδόν solo. Εκεί βρήκα όσα ζητούσα και δεν έβρισκα όταν χάθηκα σε ερειπώμενα ορεινά χωριά, όταν ζήτησα οδηγίες από τον παππού που έβοσκε τα κατσίκια του, όταν βρέθηκα σε γνώριμα μέρη αλλά ανακάλυψα νέα σημεία σε αυτά μέσα από μια διαφορετική οπτική. Εκεί βρήκα την πυξίδα μου ξανά, για να ακολουθήσω το μονοπάτι που ψάχνω